Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2023

Δεσποτική εορτή της Χριστιανοσύνης, με την οποία τιμάται «η κατά σάρκα Γέννησις του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού». Γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 25 Δεκεμβρίου και στις 6 Ιανουαρίου από τις Εκκλησίες που ακολουθούν το παλαιό ημερολόγιο (Ιουλιανό). Κατά συνεκδοχή, Χριστούγεννα ονομάζεται όλο το εορταστικό δεκαπενθήμερο από την παραμονή των Χριστουγέννων (24 Δεκεμβρίου) έως την εορτή του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή (7 Ιανουαρίου). Για τις Δυτικές Εκκλησίες τα Χριστούγεννα είναι η μεγαλύτερη εορτή της Χριστιανοσύνης, ενώ για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς ο σταυρικός θάνατος και η Ανάσταση.

Ο Ιησούς Χριστός γεννήθηκε με υπερφυσικό τρόπο από την Παρθένο Μαρία σ’ ένα σπήλαιο της Βηθλεέμ, μεταξύ 7 και 4 π.Χ., σύμφωνα με διάφορους επιστημονικούς υπολογισμούς. Εκείνη την εποχή, βασιλιάς της Ιουδαίας ήταν ο Ηρώδης ο Μέγας, ηγεμόνας της Συρίας ο Κυρήνιος και αυτοκράτορας της Ρώμης ο Οκταβιανός Αύγουστος, ο οποίος είχε διατάξει απογραφή πληθυσμού των υπηκόων του. Γι’ αυτό και ο Ιωσήφ πήρε την ετοιμόγεννη Μαρία και μετέβησαν στη Βηθλεέμ από τη Ναζαρέτ, όπου διέμεναν.

Μετά τη γέννηση του Ιησού, ένας άγγελος εμφανίσθηκε στους ποιμένες της περιοχής, αγγέλλοντας το χαρμόσυνο γεγονός, ενώ πλήθος άλλων αγγέλων έψαλλαν «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία». Ενώ συνέβαιναν αυτά, άστρο φωτεινό εξ Ανατολής οδήγησε τρεις Μάγους (Μελχιόρ, Γάσπαρ, Βαλτάσαρ) στη Βηθλεέμ, όπου μαζί με τους βοσκούς προσκύνησαν τον Θεάνθρωπο, προσφέροντάς του χρυσό, λίβανο και σμύρνα.

Η φύση του αστέρα που οδήγησε τους Μάγους απασχόλησε όχι μονάχα τη θεολογία, αλλά και την αστρονομία. Κατά καιρούς οι επιστήμονες έχουν δώσει διάφορες ερμηνείες: ότι επρόκειτο για σύνοδο πλανητών, για υπερκαινοφανή αστέρα, για κομήτη, ακόμη και για μετεωρίτη. Η σύγχρονη αστρονομία, ωστόσο, δεν θεωρεί πειστικές τις ερμηνείες αυτές. Σε τελευταία ανάλυση, εκείνο που έχει σημασία για τους Χριστιανούς δεν είναι τόσο η φύση του φαινομένου, όσο η αξία του ως «σημείου» της έλευσης του Μεσσία, που εκπληρώνει τις προφητείες των Εβραϊκών Γραφών ερχόμενος στη Γη για να λυτρώσει τους ανθρώπους από τις αμαρτίες τους. Οι αρχαιότερες και πλέον αξιόπιστες εκκλησιαστικά πηγές για τη γέννηση του Ιησού περιέχονται στα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά, που είναι και οι μόνοι από τους τέσσερεις Ευαγγελιστές που ασχολούνται με τα της Γεννήσεως του Χριστού.

Ο εορτασμός των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου έλαβε καθολική μορφή στα μέσα του 4ου αιώνα μ.Χ, πρώτα στη Δύση και μετά στην Ανατολή. Μέχρι τότε η Γέννηση του Ιησού εορταζόταν στις 6 Ιανουαρίου μαζί με τη Βάπτιση κατά την εορτή των Θεοφανείων. Η Αρμενική Εκκλησία δεν δέχθηκε την αλλαγή και διατήρησε την παλαιότερη παράδοση, την οποία ακολουθούν σήμερα όσες Εκκλησίες ακολουθούν το παλαιό ημερολόγιο (Ιουλιανό). Για πρώτη φορά τα Χριστούγεννα καθιερώθηκαν ως αργία με τον Ιουστινιάνειο Κώδικα (529/534).

Με δεδομένο ότι στα Ευαγγέλια δεν αναφέρεται η ακριβής ημερομηνία της γέννησης του Ιησού, η καθιέρωση της 25ης Δεκεμβρίου ως ημέρας εορτασμού των Χριστουγέννων θα πρέπει να συνδέεται, σύμφωνα με μια θεωρία, με τον εορτασμό του χειμερινού ηλιοστασίου (Βρουμάλια) από τους ειδωλολάτρες της ρωμαϊκής επικράτειας, αλλά και των γενεθλίων του Μίθρα, του ανίκητου Ήλιου (Dies Natalis Solis Invicti), που είχε καθιερωθεί επί αυτοκράτορα Αυρηλιανού το 275μ.Χ. Νωρίτερα, οι Ρωμαίοι γιόρταζαν τα Σατουρνάλια (17-23 Δεκεμβρίου), όπου επικρατούσε κλίμα γενικής ευφορίας και ανταλλάσσονταν δώρα.

Σύμφωνα με τις απόψεις που αντλούν επιχειρήματα από την ιστορία των θρησκειών, η Εκκλησία διεκδίκησε την 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα των Χριστουγέννων για να ασκήσει πολεμική με τα κηρύγματά της κατά των εθνικών και αιρετικών. Σύμφωνα με άλλες θεωρίες, η 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα γέννησης του Χριστού προκύπτει από σειρά ημερολογιακών υπολογισμών, που έχουν λάβει υπόψη τους πατερικά κείμενα και παλαιοδιαθηκικές πηγές.

Πάντως, η προσπάθεια εύρεσης του ακριβούς χρόνου της Γέννησης του Χριστού ξεκίνησε αρκετά νωρίς και έχει οδηγήσει σε διαφορετικά συμπεράσματα. Κάποιοι την τοποθετούν τη νύχτα της 19ης προς την 20η Απριλίου, άλλοι τον Ιανουάριο, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς στις 18 Νοεμβρίου, ενώ σύμφωνα με τον Κυπριανό ο Χριστός γεννήθηκε στις 28 Μαρτίου.

Κατά τους πρώιμους εκκλησιαστικούς χρόνους η προσέλευση στη Θεία Κοινωνία απαιτούσε ολιγοήμερη νηστεία. Από τον έκτο αιώνα στα μοναστήρια είχε καθιερωθεί νηστεία σαράντα ημερών, η οποία κατά τον 12ο αιώνα επεκτάθηκε σε όλους τους Χριστιανούς της Ανατολής. Έτσι, η νηστεία των Χριστουγέννων ξεκινά από την εορτή του Αγίου Φιλίππου στις 14 Νοεμβρίου.

Η εκκλησιαστική ακολουθία των Χριστουγέννων ψάλλεται στις εκκλησίες νωρίς το πρωί, κατά το ξημέρωμα. Είναι πανηγυρική και γεμάτη λαμπρούς ύμνους των μεγάλων υμνογράφων της εκκλησίας, όπως του Ιωάννου Δαμασκηνού, του Ρωμανού του Μελωδού και του Κοσμά Μαϊουμά.

Απολυτίκιο

Η Γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός ημών
ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως
εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες
υπὸ αστέρος εδιδάσκοντο
Σε προσκυνείν τον ήλιον της δικαιοσύνης
και Σε γινώσκειν εξ ύψους ανατολήν
Κύριε δόξα Σοι.

Κοντάκιο (σύνθεση Ρωμανού του Μελωδού)

Η Παρθένος σήμερον
τον Υπερούσιον τίκτει
και η Γή το σπήλαιον
τω απροσίτω προσάγει
Άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι
Μάγοι δε μετα αστέρος οδοιπορούσι
Δι’ ημάς γαρ εγεννήθη παιδίον νέον
ο προ αιώνων Θεός.

Στις ελληνικές πόλεις και τα χωριά τα Χριστούγεννα γιορτάζονται μέσα σε θερμή οικογενειακή ατμόσφαιρα. Οι νοικοκυρές ετοιμάζουν γλυκά (μελομακάρονα και κουραμπιέδες) και ψωμί (Χριστόψωμο) ζυμωμένο με ειδικό τρόπο σε κάθε περιοχή της πατρίδας μας και στολισμένο με καλλιτεχνική διάθεση.

Υπό την πίεση των μεγάλων χριστιανικών εορτών, οι αρχαίες ειδωλολατρικές γιορτές εξαλείφθηκαν με την πάροδο των αιώνων. Έμειναν, όμως, μέχρι τις μέρες μας, οι δοξασίες, οι θρύλοι και ο μεταφυσικός φόβος για τα δαιμονικά των Χριστουγέννων: τους δικούς μας καλικάντζαρους και τους λυκάνθρωπους στη Γαλλία.

Read More 0 comments

Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2023

Με τον Διχασμό βενιζελικών και αντιβενιζελικών στο αποκορύφωμά του, ογκώδης αντιβενιζελική πορεία με επικεφαλής την Ιερά Σύνοδο κατευθύνεται στο Πεδίο του Άρεως για να αναθεματίσει τον «σατανά» της πολιτικής ζωής...

Στα τέλη του 1916 ο Εθνικός Διχασμός ανάμεσα σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς βρίσκεται στο αποκορύφωμά του. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος φρονούσε ότι η Ελλάδα ως χώρα θαλασσινή επιβάλλεται να εξέλθει στον πόλεμο (Α' Παγκόσμιος) με τις δυνάμεις της Αντάντ, ενώ ο βασιλιάς Κωνσταντίνος θεωρητικά υπερασπιζόταν την ουδετερότητα της χώρας.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος παραμένει στη Θεσσαλονίκη, επικεφαλής της κυβέρνησης της «Εθνικής Άμυνας», ενώ στην πρωτεύουσα κυριαρχούν οι βασιλικοί με τον βασιλιά Κωνσταντίνο να ηγείται του «Κράτους των Αθηνών» . Και οι δύο προχωρούν σε διώξεις των αντιπάλων τους. H Ελλάδα έχει κοπεί στα δύο.

H επέμβαση των γαλλικών δυνάμεων το Νοέμβριο του 1916 και ο βομβαρδισμός περιοχών της Αθήνας γύρω από το Στάδιο και κοντά στα Ανάκτορα, εξαγρίωσε τους αντιβενιζελικούς, που κατηγόρησαν τους αντιπάλους τους ως προδότες. «Ο φονεύων βενιζελικόν δεν φονεύει άνθρωπον», διακήρυτταν. Κύμα τρομοκρατίας κατά των βενιζελικών ξεσπά στην Αθήνα. Η επιτροπή που ανέλαβε αργότερα να ερευνήσει τις καταγγελίες των θυμάτων της βίας, επιβεβαίωσε 35 φόνους, 922 παράνομες φυλακίσεις, 503 περιπτώσεις λεηλασίας και 31 αναστολές κυκλοφορίας εφημερίδων.

Από τον Εθνικό Διχασμό δεν ξέφυγε και η Εκκλησία της Ελλάδος. Οι μητροπολίτες της λεγόμενης Παλαιάς Ελλάδας υπό τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Θεόκλητο (οι περιοχές που είχαν ελευθερωθεί πριν από το 1912), συντάσσονται με τον Κωνσταντίνο, ενώ οι μητροπολίτες των «Νέων Χωρών» με τον Βενιζέλο.

Μέσα στο κλίμα αυτό, διοργανώνεται ογκώδης αντιβενιζελική πορεία στις 12 Δεκεμβρίου 1916. Με επικεφαλής την Ιερά Σύνοδο, οι διαδηλωτές κατευθύνονται στο Πεδίο του Άρεως για να αναθεματίσουν τον «σατανά» της πολιτικής ζωής του τόπου Ελευθέριο Βενιζέλο. Οι πέτρες του Αναθέματος έφθασαν στην Αθήνα και ρίχτηκαν στο Πεδίον του Άρεως.

Εκεί, όπου σήμερα βρίσκεται το άγαλμα της Αθηνάς, ο κάθε διαδηλωτής ρίχνει μία πέτρα και επαναλαμβάνει την κατάρα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Θεόκλητου: «Κατά Ελευθερίου Βενιζέλου φυλακίσαντος αρχιερείς και επιβουλευθέντος την βασιλείαν και την πατρίδαν, ανάθεμα έστω». Μια καθαρά συμβολική πράξη, δηλωτική όμως της έντασης των παθών που επικρατούσε εκείνη την εποχή στη χώρα μας.

Επί ένα χρόνο η Ελλάδα ζει σε καθεστώς εμφύλιας σύρραξης, που δεν αφήνει αδιάφορους τους συμμάχους, οι οποίοι αναγκάζουν σε παραίτηση τον Κωνσταντίνο. Ο Βενιζέλος επιστρέφει νικητής στην Αθήνα και σχηματίζει κυβέρνηση στις 13 Ιουνίου 1917.

Αμέσως προχωρεί στην πολεμική κινητοποίηση ολόκληρης της χώρας στο πλευρό της Αντάντ, ενώ προβαίνει σε εκκαθαρίσεις στην εκκλησία, τη διοίκηση και τον στρατό, για να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με τους βασιλικούς και το «Κράτος των Αθηνών».

Με νόμο ήρε την ισοβιότητα των δικαστών και την μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, με αποτέλεσμα να κηρυχθούν έκπτωτοι ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόκλητος και οι μητροπολίτες που είχαν πρωτοστατήσει στο «Ανάθεμα», να απολυθούν 570 δικαστικοί όλων των βαθμίδων και 6.500 δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ αποστρατεύθηκε το 40% του συνόλου των μόνιμων αξιωματικών του στρατού.
Read More 0 comments

Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2023

«Δυστυχώς επτωχεύσαμεν»! Σε πόσες και πόσες περιστάσεις δε χρησιμοποιούμε τη συγκεκριμένη έκφραση; Πόσες φορές δεν τη χρησιμοποιήσαμε στα μαύρα χρόνια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης; Και να σκεφτεί κανείς πως αυτή η φράση σήμανε και την αρχή του τέλους για την πολιτική καριέρα του Χαρίλαου Τρικούπη. Κανείς, βέβαια, δεν μπορεί να είναι σίγουρος πού και πώς ακριβώς την είπε ο Τρικούπης. Αλλά μικρή σημασία έχει αυτό. Σημασία έχει πως κάποια πράγματα στην Ελλάδα δεν αλλάζουν ποτέ. Και αυτό, κάποια στιγμή, θα πρέπει να μας προβληματίσει για να αποφύγουμε μελλοντικά... «δυστυχώς επτωχεύσαμεν»! Το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» που είπε  ο Χαρίλαος Τρικούπης δεν είναι μια απλή ιστορική «ατάκα». Δυστυχώς για την Ελλάδα είναι μια από τις πλέον διαχρονικές πολιτικές εκφράσεις.

Η τραγική οικονομική κατάσταση της Ελλάδας

Κάποιοι λένε ότι την είπε, κάποιοι άλλοι ότι δεν την είπε ποτέ, κάποιοι πως δεν την είπε ακριβώς έτσι. Όπως και να έχει η ιστορική αυτή έκφραση του Χαρίλαου Τρικούπη, πλέον, έχει γίνει συνώνυμο της αποτυχίας. Η φράση «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» αποδίδεται στον πρωθυπουργό της Ελλάδας, Χαρίλαο Τρικούπη, ο οποίος υποτίθεται πως τη χρησιμοποίησε κατά τη διάρκεια ομιλίας του στη Βουλή, στις 10 Δεκεμβρίου του 1893! Με τη φράση αυτή ο Τρικούπης αναφερόταν στην κάκιστη οικονομική κατάσταση του κράτους και την αδυναμία του να αποπληρώσει το δημόσιο χρέος του. Η Κυβέρνησή του κήρυξε πτώχευση, η οποία και επέφερε την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου σε βάρος της Ελλάδας.

Ο Χαρίλαος Τρικούπης έγινε πρώτη φορά πρωθυπουργός της Ελλάδας στις 27 Απριλίου του 1875 και για τα επόμενα 20 χρόνια ήταν ο κυρίαρχος στο πολιτικό σκηνικό. Μεγάλοι του αντίπαλοι θα είναι αρχικά ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος και στη συνέχεια ο «λαϊκιστής» Θεόδωρος Δηλιγιάννης, που εκπροσωπούσαν τα «παλιά τζάκια». Ο Τρικούπης θα παραμείνει στο τιμόνι της χώρας για περίπου 11 χρόνια, γεγονός που τον καθιστά έναν από τους μακροβιότερους πρωθυπουργούς της Ελλάδας.

Κατά τη διάρκεια της εξουσίας του θα θέσει σε εφαρμογή ένα ευρύ μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα στους τομείς της γεωργίας, της φορολογίας και της άμυνας, καθώς και ένα πολυδάπανο πρόγραμμα έργων υποδομής, το οποίο περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία σιδηροδρομικού δικτύου και τη διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου. Στα σχέδιά του περιλαμβανόταν επίσης η ζεύξη Ρίου - Αντιρρίου, ένα έργο που άργησε... λίγο να υλοποιηθεί καθώς τελικά εγκαινιάστηκε το 2004!

Το πρόγραμμα του Τρικούπη ήταν φιλόδοξο. Υπερβολικά φιλόδοξο για την οικονομία της Ελλάδας η οποία προφανώς και δεν το άντεξε. Η χώρα δε θα μπορέσει να αποπληρώσει τα δυσβάστακτα χρέη της, ο λαός θα δυσαρεστηθεί, ο Τύπος θα αποκαλεί τον Τρικούπη «φορομπήχτη» και τελικά το μοιραίο της χρεοκοπία δεν αποφεύχθηκε.

Εκείνη την ημέρα ο Τρικούπης ενημέρωσε την εθνική αντιπροσωπεία για το πόσο... χάλια ήταν η οικονομική κατάσταση στη χώρα. ∆εν μπορεί να αποπληρώσει τα δάνεια που έχει πάρει από το εξωτερικό, δεν έχει χρήματα να καταβάλει τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και έχει κηρύξει στάση πληρωμών σε όλους τους προμηθευτές. Αναφέρει, επίσης, ότι τα τοκομερίδια θα πληρωθούν κατά 30% αλλά τα εσωτερικά δάνεια, ωστόσο, θα πληρώνονταν για να μη χρεοκοπήσουν οι ελληνικές τράπεζες.  Εξήγησε, μάλιστα, πως ο ίδιος δεν είχε άλλο δρόμο από τον δύσκολο δρόμο.

Ακολούθησε μια επώδυνη πολιτική δημοσιονομικής πολιτικής προκειμένου να καθησυχάσει τους δανειστές (η ίδια φράση θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και σε όσα ζήσαμε στο πρόσφατο παρελθόν). Ο Τρικούπης έβαλε φόρους ακόμα και στις σφαγές των ζωών.

Ειπώθηκε ή όχι;

Όσο ιστορική και... «πιασιάρικη» και αν είναι η συγκεκριμένη έκφραση αμφισβητείται πως χρησιμοποιήθηκε από τον Τρικούπη στην ομιλία του, καθώς από τα πρακτικά της Βουλής δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Υπάρχουν, όμως, πολλοί που ορκίζονται πως τον άκουσαν να τη λέει! Μια από αυτές τις μαρτυρίες είναι του Ανδρέα Συγγρού ο οποίος στα απομνημονεύματά του αναφέρει πως άκουσε εκείνη τη μέρα τον Τρικούπη να προφέρει τη φράση αυτή στην ομιλία του. Άλλοι πολιτικοί της εποχής, ωστόσο, αναφέρουν πως η φράση ελέχθη κανονικά από τον τότε πρωθυπουργό αλλά όχι μέσα στην ολομέλεια της βουλής ή όχι κατά τη διάρκεια της ομιλίας του Τρικούπη!

Πιθανότατα, ωστόσο, αυτή η φράση πράγματι ειπώθηκε. Και ειπώθηκε στη βουλή. Αλλά όχι στην διάρκεια της ομιλίας του προς το Σώμα. Ο Χαρίλαος Τρικούπης, λοιπόν, την είπε «εν τη ρύμη του λόγου» του, αναφέροντας «εν παρόδω» στις αναγκαίες προς τους δανειστές διαπραγματεύσεις, που πίεζαν απροκάλυπτα τον οικονομικό έλεγχο της Ελλάδας, «ότι πρέπει να λαλήσωμεν προς αυτούς επτωχεύσαμεν δυστυχώς» κ.λπ.

Όπου και όπως κι αν ειπώθηκε, η αντιπολίτευση δεν έχασε την ευκαιρία. Και, όπως ήταν φυσικό, εκμεταλλευόμενη κομματικά τη φράση αυτή εμφάνισε τον πρωθυπουργό να κηρύσσει επίσημα από του βήματος της Βουλής τη χρεωκοπία της Ελλάδας. Τη θέση αυτή υιοθέτησαν και όλα σχεδόν τα έντυπα της εποχής σε σημείο απογοητεύτηκαν ακόμα οι οπαδοί του Χ. Τρικούπη.

Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί πως παρόμοια φράση, ελαφρά παραλλαγμένη, χρησιμοποίησε και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όταν είπε το «τελικώς επτωχεύσαμεν» τον Μάιο του 1932. Η κυβέρνησή του θα κηρύξει για άλλη μια φορά πτώχευση της Ελλάδας, κάτω από το υψηλό χρέος του εξωτερικού δανεισμού, επικαλούμενος ακόμη και τη Μικρασιατική Καταστροφή, που είχε σημειωθεί δέκα χρόνια πριν, αλλά και τη διεθνή οικονομική ύφεση από το Κραχ του 1929, ενώ στην πραγματικότητα ήταν συσσώρευση πολλών χρεών μαζί από την αρχή του αιώνα.
Read More 0 comments

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2023

Με την ονομασία αυτή είναι γνωστή η ένοπλη σύγκρουση, που έλαβε χώρα στην Αθήνα, μεταξύ του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ από τη μία πλευρά και των κυβερνητικών και βρετανικών δυνάμεων από την άλλη.

Ξεκίνησε στις 3 Δεκεμβρίου 1944 με την αιματηρή κατάληξη του συλλαλητηρίου της Πλατείας Συντάγματος και τελείωσε τυπικά με την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου 1945. Ήταν το προανάκρουσμα του Εμφυλίου Πολέμου (1946 - 1949), αν και για ορισμένους ιστορικούς η εμφύλια διαμάχη είχε ξεκινήσει πριν από την Απελευθέρωση.

Η αντιπαράθεση αυτή προήλθε από το κενό εξουσίας, που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα μετά την αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων κατοχής τον Οκτώβριο του 1944. Το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, υπό την καταλυτική επιρροή του ΚΚΕ και με νωπές τις αντιστασιακές δάφνες της Κατοχής, είχε ένα καλά συγκροτημένο στρατιωτικό σώμα και διεκδικούσε μερίδιο στην εξουσία, αν όχι όλη την εξουσία. Απέναντί του οι αστικές δημοκρατικές δυνάμεις ήταν τελείως αδύναμες να του αντιπαρατεθούν, όντας σχεδόν 9 χρόνια εκτός εξουσίας (Δικτατορία Μεταξά, Κατοχή), ενώ μεγάλο μέρος του κρατικού μηχανισμού έφερε τη στάμπα του δοσίλογου. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, η συνδρομή των Βρετανών, που ασκούσαν μεγάλη επιρροή στα ελληνικά πράγματα και ως συμμαχική δύναμη, ήταν εκ των ων ουκ άνευ για την επιβίωση της αστικής δημοκρατίας. Να μην ξεχνάμε ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη και τον Ειρηνικό συνεχιζόταν με σφοδρότητα ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, με τη ζυγαριά να κλείνει αποφασιστικά υπέρ των Συμμάχων.

Στις 18 Οκτωβρίου 1944 έφθασε στην Αθήνα ο Γεώργιος Παπανδρέου και δύο μέρες αργότερα σχημάτισε την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, στην οποία συμμετείχαν και έξι ΕΑΜικοί Υπουργοί. Ένα από τα πρώτα ζητήματα που έπρεπε να επιλύσει η νέα κυβέρνηση ήταν η αποστράτευση των αντιστασιακών οργανώσεων και η δημιουργία εθνικού στρατού. Στις 5 Νοεμβρίου ο Γεώργιος Παπανδρέου ανακοίνωσε ότι ύστερα από τη συνεργασία που είχε με τον στρατηγό Σκόμπι (επικεφαλής των Βρετανικών Δυνάμεων στην Ελλάδα), ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ θα αποστρατεύονταν ως τις 10 Δεκεμβρίου 1944.

Όμως, η απόφαση αυτή δεν άρεσε στο ΚΚΕ, καθώς μία ενδεχόμενη αποστράτευση του ΕΛΑΣ θα του αφαιρούσε ένα ισχυρό χαρτί στην πρόθεσή του να επιβάλει στην Ελλάδα ένα κομμουνιστικό καθεστώς σοβιετικού τύπου. Οι διαπραγματεύσεις για την αποστράτευση των αντιστασιακών οργανώσεων ναυάγησαν στις 28 Νοεμβρίου και την 1η Δεκεμβρίου οι Υπουργοί του ΕΑΜ αποχώρησαν από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Ήταν φανερό ότι οι δύο πλευρές οδηγούνταν σε σύγκρουση.

Σε μία επίδειξη ισχύος, το ΕΑΜ διοργανώνει την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου ένα μεγάλο παναθηναϊκό συλλαλητήριο στην Πλατεία Συντάγματος, παρά την κυβερνητική απαγόρευση. Υπολογίζεται ότι πήραν μέρος πάνω από 100.000 άνθρωποι, ενώ κάποιοι ιστορικοί τους ανεβάζουν και στις 500.000. Το συλλαλητήριο βάφτηκε στο αίμα, καθώς οι διαδηλωτές δέχθηκαν καταιγισμό πυρών από την πλευρά των δυνάμεων ασφαλείας, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 30 άτομα και να τραυματισθούν 148.

Για το ποιος ήρξατο χειρών αδίκων υπάρχουν τρεις εκδοχές: α) ότι πυροβόλησε κάποιος από το πλήθος, με αποτέλεσμα να απαντήσουν οι αστυνομικές δυνάμεις, β) ότι πυροβόλησε απρόκλητα η αστυνομία και γ) ότι τα πυρά ήταν βρετανικά για τη δημιουργία προβοκάτσιας. Χρόνια αργότερα, στις 12 Δεκεμβρίου 1958, ο αστυνομικός διευθυντής Αθηνών κατά τη διάρκεια των «Δεκεμβριανών», Άγγελος Έβερτ (πατέρας του πολιτικού και αρχηγού της Ν.Δ. Μιλτιάδη Έβερτ), σε συνέντευξή στην εφημερίδα «Ακρόπολις» θα παραδεχτεί ότι ήταν αυτός που διέταξε τη βίαιη διάλυση της διαδήλωσης βάσει διαταγών που είχε λάβει, επειδή υπήρχε κίνδυνος κατάλυσης του κράτους.

Την επομένη, μετά τις κηδείες των θυμάτων, οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν, με τη συμμετοχή στρατιωτικών δυνάμεων του ΕΛΑΣ. Το ΕΑΜ συγκρότησε νέα διαδήλωση, με αποτέλεσμα να υπάρχουν κι άλλοι νεκροί. Το ίδιο βράδυ, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου υπέβαλε την παραίτησή του, αλλά μεταπείστηκε από τους Άγγλους και παρέμεινε στη θέση του. Η πλάστιγγα άρχισε να γέρνει με το μέρος του ΕΛΑΣ, που έλεγχε σχεδόν όλη την Αθήνα, εκτός από το κέντρο της πρωτεύουσας. Οι δυνάμεις του ανέρχονταν σε περίπου 20.000 άνδρες (10.000 μάχιμους και άλλους τόσους εφεδρικούς). Η κυβέρνηση Παπανδρέου μπορούσε να υπολογίζει σε περίπου 10.000 μάχιμους, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν και οι άνδρες της εμπειροπόλεμης 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας, που είχε έλθει με δάφνες από το Ρίμινι με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Θρασύβουλο Τσακαλώτο (θείο του υπουργού Οικονομικών και στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ Ευκλείδη Τσακαλώτου) και φυσικά στη βρετανική δύναμη υπό τον υποστράτηγο Ρόναλντ Σκόμπι, που ήταν και η καλύτερα εξοπλισμένη απ’ όλους τους εμπλεκόμενους και αριθμούσε γύρω στους 5.000 άνδρες.

«Μη διστάσεις να ενεργήσεις σαν να ήσουν σε κατακτημένη πόλη, όπου γίνεται μία τοπική εξέγερση» τηλεγραφεί στον Σκόμπι ο βρετανός πρωθυπουργός Γουίνστον Τσόρτσιλ, που δεν διανοείτο ότι θα έχανε την Ελλάδα από τη σφαίρα επιρροής της Μεγάλης Βρετανίας. Την είχε κερδίσει με σκληρά παζάρια από τον Στάλιν στην περίφημη «Συμφωνία των Ποσοστών», που υπογράφτηκε στη Μόσχα στις 9 Οκτωβρίου, τρεις μέρες πριν από την αναχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα. Από την πλευρά του, ο σοβιετικός ηγέτης τήρησε το λόγο του, αποφεύγοντας να κατηγορήσει τον Τσόρτσιλ για ανάμιξη στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας, όπως έκαναν οι Αμερικανοί, αλλά δεν αποθάρρυνε την ηγεσία του ΚΚΕ, που δεν γνώριζε το «παζάρι της Μόσχας» και πίστευε βάσιμα σε συντροφική βοήθεια.

Η πρόθεση του ΕΛΑΣ στη Μάχη της Αθήνας ήταν να αφοπλίσει όσες αστυνομικές υπηρεσίες αντιστέκονταν, ώστε να αποδυναμώσει τον αντίπαλο. Ιδιαίτερα σκληρές μάχες δόθηκαν στην περιοχή Μακρυγιάννη για τον έλεγχο του Συντάγματος Χωροφυλακής που έδρευε εκεί (6 – 11 Δεκεμβρίου 1944). Όταν οι Βρετανοί κατάλαβαν ότι τα πράγματα λάμβαναν άσχημη τροπή γι’ αυτούς, αποφάσισαν να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους στην Αθήνα, αποσπώντας μονάδες από το μέτωπο της Ιταλίας. Από τα μέσα Δεκεμβρίου, οι κυβερνητικές δυνάμεις άρχισαν σταδιακά να κερδίζουν έδαφος. Οι Βρετανοί με επίλεκτους στρατιώτες, άρματα μάχης και αεροπορία, αφού πρώτα εξουδετέρωσαν τη δύναμη του ΕΛΑΣ στις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας και ιδιαίτερα στο προπύργιό του, την Καισαριανή, άρχισαν να εκκαθαρίζουν το κέντρο της πόλης, όπου συνήφθησαν ομηρικές οδομαχίες στα στενοσόκακα γύρω από την Πλατεία Ομονοίας, στου Ψυρρή και το Μεταξουργείο.

Ο Τσόρτσιλ πίστευε ότι το ελληνικό πρόβλημα δεν μπορούσε να λυθεί με στρατιωτικά μέσα, αλλά μόνο με πολιτικά. Γι' αυτό, ανήμερα των Χριστουγέννων, ήλθε στην Αθήνα.

Σε αλλεπάλληλες συσκέψεις στο Υπουργείο Εξωτερικών (26 – 27 Δεκεμβρίου), στις οποίες συμμετείχαν και εκπρόσωποι του ΕΑΜ, αποφασίστηκε να ζητηθεί από τον εξόριστο Βασιλιά Γεώργιο Β' να ορίσει Αντιβασιλέα και συγκεκριμένα τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Δαμασκηνό (Παπανδρέου). Ήταν μία ευφυής κίνηση του άγγλου πολιτικού για να κρατήσει ενωμένες τις αστικές δυνάμεις, με τη γεφύρωση του χάσματος φιλομοναρχικών και βενιζελογενών δημοκρατικών.

Στα πολιτικά ζητήματα υπήρξε πλήρης διαφωνία. Ο Σιάντος απαίτησε να δοθούν στο ΕΑΜ σχεδόν τα μισά Υπουργεία, να διωχθούν από τον κρατικό μηχανισμό οι δοσίλογοι, να διαλυθεί η Χωροφυλακή, να γίνει δημοψήφισμα για το πολιτειακό το Φεβρουάριο και εκλογές τον Απρίλιο. Οι όροι, αρκούντως μαξιμαλιστικοί, απορρίφθηκαν απ' όλους τους πολιτικούς, καθώς πίστευαν ότι θα οδηγούσαν σε κομμουνιστικοποίηση του κράτους. Το ΚΚΕ έδειξε αδιαλλαξία, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι η έλευση του Τσόρτσιλ στην Αθήνα ήταν ένδειξη αδυναμίας και δεν προχώρησε σ’ ένα συμβιβασμό, που θα του επέτρεπε να διασώσει τις δυνάμεις του και να αποκτήσει σημαντικό μερίδιο της εξουσίας.

Στις 30 Δεκεμβρίου, ο βασιλιάς ενέδωσε στις αφόρητες πιέσεις των Βρετανών και ανακοίνωσε το διορισμό του Δαμασκηνού ως Αντιβασιλέα και την πρόθεσή του να επιστρέψει στην Ελλάδα, μόνο αν το θελήσει ο λαός. Ο Γεώργιος Παπανδρέου παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία και στις 3 Ιανουαρίου 1945 τον διαδέχθηκε ο Νικόλαος Πλαστήρας.

Στις 5 Ιανουαρίου 1945 οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Αθήνα, υπό την πίεση των υπέρτερων κυβερνητικών και βρετανικών δυνάμεων. Στις 11 Ιανουαρίου ο ΕΛΑΣ υπέγραψε ανακωχή με τους Βρετανούς και στις 12 Φεβρουαρίου 1945 έληξαν και τυπικά τα «Δεκεμβριανά», με τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Το ΕΑΜ είχε ηττηθεί στρατιωτικά και πολιτικά.
Read More 0 comments