Κυριακή 23 Ιουνίου 2024

Μύθοι των Θεών για να Ζεις, άλλη μία Ψευδαίσθηση! Χωρίς αμφιβολία, σημαντικός φορέας της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας είναι ο μύθος, η μυθολογία με την οποία μεγάλωσαν αρκετές γενιές και τότε, αλλά και σήμερα. Ο Δυτικός όμως πολιτισμός εδώ και χρόνια αντί να κατανοήσει ότι αυτοί οι μύθοι δεν παίζουν κανένα άλλο ρόλο παρά να διδάξουν τον ίδιο τον άνθρωπο, ότι αφορούν αυτόν άμεσα, αυτόν και τους κατ’ όνομα θεούς του, αντιμετωπίζει το μύθο σαν μία ανθολογία ευχάριστων ιστοριών που οι καλύτερες από αυτές φθάνουν στο κινηματογραφικό πανί με ή χωρίς γυαλιά 3D.
Χωρίς να απορρίπτουμε και αυτή τη διάσταση στον αρχαίο ελληνικό μύθο ή τον ρόλο των θεών μέσα σε αυτό, οι μύθοι αποτελούν αφηγήσεις με τη διαφορά ότι ενσωματώνουν και έναν υπερβατικό χαρακτήρα, δηλαδή προσπαθούν να εξηγήσουν τη σχέση του ανθρώπου με τις δυνάμεις εκείνες που δρουν και υπάρχουν εκτός του πεδίου της δράσης του.
Ένας από τους πιο αναγνωρισμένους μελετητές του Ελληνικού μύθου, ο Joseph Campell στην ερώτηση γιατί η μυθολογία είναι τόσο σημαντική απαντάει: «[ο μύθος] σε φέρνει σε επαφή με ένα πεδίο γνώσης που είναι εκτός από εσένα, εκτός από την ίδια σου την ύπαρξη, το ίδιο σου το είναι. Αποκαλύπτει το απόλυτο μυστήριο της ύπαρξης και της ανυπαρξίας και ξεπερνά όλη τη γνώση και τη σκέψη.
Ο τρόπος που λειτουργούν τα μυθολογικά σύμβολα είναι να σας δώσουν την αίσθηση ότι: Α, ναι! Το αναγνωρίζω αυτό στον εαυτό μου!»…Παρόλο αυτά, το να αναζητούμε την αλήθεια στον μύθο είναι λίγο παραπλανητικό γιατί όταν μιλάμε για την αλήθεια θεωρούμε ότι είναι κάτι που μπορούμε να το αντιληφθούμε χειροπιαστά. Όμως δεν λειτουργεί καθόλου με αυτόν τον τρόπο.»
Αυτό ίσως να είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα των μυαλών του 20ου αιώνα, η σύγχυση μεταξύ επιστήμης και ιστορίας. Ο μύθος χρησιμοποιεί μία εικονογραφία ή διαφορετικά έναν συμβολισμό για να διηγηθεί αυτά που δεν μπορούν να περιγραφούν διαφορετικά, και τότε είναι που ο σύγχρονος νους επιχειρεί να μεταφράσει αυτά όχι με έναν συμβολικό τρόπο, αλλά μέσω εμπειρίας.
Τα σύμβολα και τα δρώμενα του μύθου ντύνονται με το ένδυμα της ιστορικής αναφοράς γεγονός όμως που ακυρώνει την ίδια τη φύση του συμβόλου το οποίο εξακολουθεί να λειτουργεί σε ένα πεδίο ερμηνείας και ύπαρξης μέσα στον ίδιο τον παρατηρητή. Μαθαίνοντας το μύθο μαθαίνεις για τον ίδιο το ρόλο σου μέσα σε αυτόν τον κόσμο της δημιουργίας.
 ”Ο μύθος λειτουργεί σαν μία διαφάνεια μπροστά στα μάτια του παρατηρητή μέσω της οποίας θα μπορέσει να περιγράψει την υπερβατικότητα της ίδιας της ύπαρξής του. Αν ένας οποιοσδήποτε θεός μπει μπροστά από αυτή τη διαφάνεια, (δηλ. η αδυναμία του σύγχρονου ανθρώπου να αντιληφθεί τον κόσμο του με έναν συμβολικό τρόπο) τότε αποκόβει τον άνθρωπο από αυτή την υπερβατικότητα και τον μετατρέπει σε έναν πιστό ακόλουθο και λατρευτή που δεν έχει ούτε μπορεί κατά διάνοια να εισχωρήσει στο ίδιο το μυστήριο της ύπαρξής του.
Νοσεί με λίγα λόγια από από την παθολογία της θεολογίας και της επιστημονικότητας, την παθολογία της πραγματικότητας των πέντε αισθήσεων, την παθολογία της ερμηνείας σύμφωνα με το ιερό βιβλίο είτε θρησκευτικό είτε επιστημονικό, την παθολογία της σωστής ερμηνείας της λέξης που είναι φυσικά δογματικά μία και μοναδική.”
Δεν είναι τυχαίο που σε κάθε μυθολογία του κόσμου δεν υπάρχει ένα ενιαίο και αδιάσπαστο σώμα ιστοριών, παρά συναντάμε ένα πλήθος παραλλαγών τις οποίες οι αρχαίοι δεν ασχολήθηκαν ποτέ να τις κανονικοποιήσουν σε ένα συγκεντρωτικό έργο όπως μετέπειτα έγινε με τη Βίβλο.
Ο μύθος έχοντας ουσιαστικά τέσσερεις αρκετά ενεργούς ρόλους—μυστικιστικό, κοσμολογικό, κοινωνιολογικό και διδακτικό—εμπεριέχει μία δυναμική που αν συνδυαστεί με την εσωτερική δύναμη του κάθε ατόμου μπορεί να υποστηρίξει άξια την πορεία του σε αυτή τη ζωή. Πολλοί από εμάς ακολουθούμε πιστά διάφορους μύθους που άκριτα υιοθετήσαμε, τους λατρεύουμε τους πιστεύουμε ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι εκείνοι που βρίσκονται σε αρμονία με την ίδια μας την ύπαρξη, αλλά σε συμφωνία με τις τσέπες κάποιων αυτοαποκαλούμενων ερευνητών-διδασκάλων, θρησκευτικών, πολιτικών, επιστημονικών κτλ. Ο μύθος δεν έχει σκοπό να δέσει την αντίληψη του ανθρώπου, αλλά εφόσον γνωρίσει εκείνα τα ερεθίσματα και τις εικόνες που τον εμπνέουν να τον στηρίξει διαμορφώνοντας τη δική του προσωπική μυθολογία.
Σημαντικό κομμάτι ενός μύθου είναι το δρώμενο, η πράξη ή διαφορετικά εκείνη η αναπαράσταση που σκοπό έχει να ενθυμίσει στον θεατή ποια είναι η θέση του μέσα στο σύμπαν. Αν και σήμερα μπορεί να μην πράττουμε τα ίδια δρώμενα της αρχαίας Ελλάδας ή να συμμετέχουμε σε αυτά, η ίδια η ζωή και πολύ περισσότερο οι πράξεις μας λειτουργούν σαν ένα δρώμενο. Ακόμα και η ετοιμασία του καθημερινού μας φαγητού είναι μία πράξη, ένα είδος τελετουργικού που αποκτά και ένα κοινωνικό χαρακτήρα όταν σε ένα δείπνο συμμετέχουν και οι φίλοι μας.
Αν και ποτέ δεν το πολυσκεφτόμαστε αυτό όταν τρώμε, ότι κάνουμε δηλαδή κάτι αρκετά σημαντικό στην πραγματικότητα κάθε φορά συμβαίνει αυτό, συμμετέχουμε σε ένα δρώμενο που ταυτόχρονα δεν έχουμε και επίγνωση του τι κάνουμε (αν και δεν θα έπρεπε παντα να συμβαίνει αυτό) και δεν αντιλαμβανόμαστε τις επιμέρους προεκτάσεις αυτής της πράξης.
Ο άνθρωπος μπορεί λόγω του πεπερασμένου της φύσης του να μην είναι ικανός να αντιληφθεί άμεσα όλες αυτές τις λεπτές ενέργειες που τον περιτριγυρίζουν, αλλά μπορεί να τις νιώσει μέσα από την ίδια του την εμπειρία και τις πράξεις ή τα δρώμενα στα οποία αποφασίζει να συμμετάσχει. Ο μύθος όπως αναφέραμε τον βοηθάει σαν ένα εργαλείο να δώσει μορφή σε αυτή την υπερβατικότητα, να την περιγράψει και να την κατανοήσει όσο αυτό είναι δυνατό, για αυτό το λόγο είναι πάντα εύκαμπτος, εύπλαστος και όχι δογματικός. Πού βρίσκονται όμως οι θεοί σε όλο αυτό το δρώμενο;
Στην τραγωδία του Ευριπίδη, Ηρακλής, ο ομώνυμος ήρωας, γιος του Δία και μίας θνητής, θα έλεγε κανείς πως πράττοντας τους άθλους του εξασφάλισε για πολλούς ανθρώπους μία πιο ήρεμη ζωή στην οποία μπορούσαν καλύτερα να προσφέρουν θυσίες στους θεούς τους. Παρόλα αυτά, η Ήρα γεμάτη ζήλεια για τα ερωτικά παραπτώματα του συζύγου της τρελαίνει τον Ηρακλή και τον παρακινεί παρά τη θέλησή του να σκοτώσει την αγαπημένη του γυναίκα και τα παιδιά του.
Ο ίδιος ο Ηρακλής αρνείται να δεχθεί αυτό που έχει γίνει και μέσα από τα λόγια του ποιητή αναφωνεί: «Τα βάσανά μου έχουν φθάσει στα όριά τους. Δεν πιστεύω ότι οι θεοί διακατέχονται από σφοδρή επιθυμία για παράνομες σχέσεις ή ότι αλυσοδένουν ο ένας τον άλλον…. Αυτός ο θεός που είναι πραγματικός θεός δεν έχει ανάγκη υλικών αγαθών. Όλα αυτά είναι απλά παραμύθια για τους ποιητές.»
Με λίγα λόγια ο Ηρακλής ποσώς ενδιαφέρεται για τα παιχνιδάκια που παίζουν οι θεοί μεταξύ τους—στα οποία είναι και το θύμα—για τον πολύ απλό λόγο πως όλα αυτά δεν τον βοηθούν στο να μάθει πώς πρέπει να ζει. Αν το σκεφτεί κανείς διαφορετικά, ακόμα και η αθανασία που τάζουν οι θεοί στους ήρωες δεν είναι τίποτα άλλο από την θέση που θα αποκτήσει ο ήρωας μόνος του, δηλ. εκείνη της λατρείας του ήρωα σαν ανάμνηση, υπενθύμιση και παράδειγμα προς μίμηση για τις επόμενες γενεές.
  “Με λίγα λόγια οι ίδιοι οι άνθρωποι έχουν την υποχρέωση να φτιάξουν τον δρόμο τους και να φανούν ανώτεροι από τους ίδιους εκείνους τους ασήμαντους θεούς τους, ενώ παράλληλα αποδεικνύουν ότι στην ουσία δεν υφίστανται—τουλάχιστον σαν πραγματικοί θεοί.”
Στην καλύτερη περίπτωση λοιπόν η αρχαία Ελληνική θρησκεία—αν αυτή είναι η σωστή λέξη που την περιγράφει, ή μήπως όχι;—αφήνει ένα σημαντικό πλεονέκτημα αφού επιτρέπει στους θνητούς να ξεδιπλώσουν το χαρακτήρα τους. Είναι ένα σύνολο συμπεριφοράς για εκείνους που μπορούν να φέρουν ευθύνες παρά να καρπώνονται αγαθά και να λαμβάνουν απολαβές και τιμές. Δεν υπάρχει ενιαίο δόγμα ή θεολογική συνάφεια, δεν υπάρχει αγία έδρα, ισχυρό ιερατείο, δεν υπάρχει μία και μοναδική πίστη και ασφαλώς καμία εξασφάλιση ότι ο θεός του καθενός θα συμπεριφερθεί σωστά (αλήθεια τι ακριβώς σημαίνει αυτό το τελευταίο).
Ο Campbell θα έλεγε ότι οι Ελληνικοί θεοί δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία άλλη ράτσα ανθρώπων και θα θεωρούσε για παράδειγμα την επίσκεψη του Οδυσσέα στο νησί του θεού Ήλιου εκείνη τη στιγμή που ο ήρωας φθάνει στο ύψιστο σημείο της φώτισής του κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του. Από τις πρώτες ραψωδίες της Ιλιάδας ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται άμεσα ότι όλοι αυτοί οι ήρωες δεν μπορούν να καταφέρουν σχεδόν τίποτα από μόνοι τους αν δεν βοηθηθούν σε σημαντικό βαθμό από τους θεούς τους ή τις επιπτώσεις των πράξεών τους. Το παράδειγμα του Αχιλλέα είναι χαρακτηριστικό.
Η θέση του να αποσυρθεί από τη μάχη σαν αντίποινα για την αρπαγή της Βρισηίδας από τον Αγαμέμνονα θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο την έκβαση του πολέμου, αλλά οδηγεί και στο θάνατο του καλύτερού του φίλου, του Πατρόκλου. Από τους πρώτους στίχους του προοιμίου μας πληροφορεί ο ποιητής πως όλα γίνονται σύμφωνα με τις επιταγές του Δία, «Διός ετελείωτο βουλη.»
Οι θνητοί στην Ιλιάδα βρίσκονται μέσα σε μία συνεχή ομίχλη για το τι πραγματικά συμβαίνει εφόσον οι θεοί παίρνουν μέρος στον πόλεμο μεταμφιεσμένοι, παρεμβαίνουν για να σώσουν τους αγαπημένους τους ήρωες και κάποιες φορές τραυματίζονται (ναι, αν και αθάνατοι συμβαίνει και αυτό).
Άλλες φορές γίνονται παρεμβατικοί στέλνοντας όνειρα στους θνητούς είτε για να τους εμψυχώσουν είτε για να τους παραπλανήσουν και άλλες φορές στέλνουν οιωνούς που οι θνητοί επιβάλλεται να τους λάβουν πάρα πολύ σοβαρά.
Σε άλλες πτυχές της ανθρώπινης ζωής μαθαίνουμε ότι οι θνητοί πριν κάποιο σημαντικό ξεκίνημα πρέπει να έχουν την εύνοια των θεών και μερικοί από αυτούς είναι ακόμα και σε θέση να προβλέψουν το μέλλον για αυτούς μέσω αντιπροσώπων σε μαντεία. Αλήθεια γιατί ένας θεός όπως ο Απόλλωνας να μιλάει με γρίφους στο μαντείο του στους Δελφούς και πόσο μάλλον να προβλέπει το μέλλον αν δεν το ξέρει ήδη όντας ένας θεός; Μία απάντηση σε αυτό δίνει ο φιλόσοφος Ηράκλειτος λέγοντας ότι ο Απόλλωνας ούτε αποκαλύπτει, αλλά ούτε και κρύβει την αλήθεια. Στέλνει οιωνούς.»
Συνοψίζοντας οι αρχαίοι Ελληνικοί θεοί είναι απόμακροι και μιλούν με γρίφους ή στην χειρότερη περίπτωση εξαπατούν τους θνητούς επίτηδες. Είναι θεοί που τους παραπλανούν και καμιά φορά τους αφαιρούν τη ζωή, θεοί που δεν δίνουν πάντα τις καλύτερες συμβουλές στους θνητούς-πιστούς τους και παίρνουν ενεργό μέρος σε πολέμους ευνοώντας την μία ή την άλλη παράταξη. Κανένας αρχαίος Έλληνας, αλλά ούτε και Ρωμαίος θα ήταν φυσικά σε θέση να θεωρήσει ότι οι θεοί του έδιναν μεγάλη σημασία και ενδιαφέρονταν ουσιαστικά για την ανθρωπότητα.
Εκείνοι οι θεοί που βρίσκονταν στις υψηλές θέσεις τις ιεραρχίες κατοικούσαν απομονωμένοι μακριά από τους θνητούς στον Όλυμπο. Αν και καμιά φορά κάποιους από αυτούς έδειχνε συναισθήματα αγάπης και προστασίας απέναντι σε ορισμένους διαλεχτούς θνητούς, ιδιαίτερα εκείνους με τους οποίους είχαν κάνει παιδιά μαζί τους, δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτή τους η πράξη είναι ανιδιοτελής. Συνήθως ένας θεός ή θεά ερωτεύεται έναν ωραίο θνητό ή θνητή, κάνουν ένα παιδί και αργά ή γρήγορα (μάλλον γρήγορα) τους εγκαταλείπουν.
Ακόμα και στην περίπτωση της θεάς Αθηνάς και του πολυαγαπημένου της ήρωα Οδυσσέα δεν βρίσκεται εκείνη πάντα για αυτόν όταν τη χρειάζεται. Πάντα παίρνει τη μορφή θνητής μπροστά του και ενώ τον διαβεβαιώνει ότι δεν θα τον εγκαταλείψει ποτέ, τον αφήνει στην τύχη του γιατί δεν μπορεί να αντιταχθεί στην οργή του θείου της Ποσειδώνα. Τα ομηρικά έπη παρουσιάζουν με τον καλύτερο τρόπο τι είναι οι θεοί και γιατί είναι τόσο διαφορετικοί από τους θνητούς.
“Έχουν σκοπό να δείξουν ποια είναι τα όρια της ανθρώπινης αντίληψης, το μέγεθος της άγνοιας που έχουν οι θνητοί εφόσον οι θεοί παίζουν μαζί τους, αλλά και κάτι αρκετά σημαντικό: παρουσιάζουν ότι κάθε φορά που ο ήρωας φθάνει στο έσχατο σημείο της καταστροφής του εξαθλιωμένος με αυτά που τον έχουν βρει καθόλου τυχαία και είναι έτοιμος να ενεργοποιηθεί είτε για να πάρει εκδίκηση, είτε για να πάρει τη ζωή στα χέρια του, πάντα στη γωνία τον περιμένει ένας θεός να τον σταματήσει, να τον κάνει να σκεφθεί λογικά, να του προσφέρει υποστήριξη, να τον ελέγξει και να τον κάνει—για κάποιους από τους πιο τυχερούς—«αθάνατο.»”
Η περίπτωση της Αθηνάς με τον Οδυσσέα, αλλά και τον Ηρακλή όπως αναφέραμε πιο πάνω είναι μόνο μερικά παραδείγματα. Ένα άλλο παράδειγμα είναι αυτό του Οιδίποδα που από τη στιγμή που γεννήθηκε οι θεοί όχι μόνο τον σπρώχνουν προς την καταστροφή με κάθε δυνατό τρόπο, όχι μόνο επιτρέπουν να γίνουν αυτά τα εγκλήματα που έκανε, αλλά του έχουν στερήσει ίσως το πολυτιμότερο αγαθό: την ίδια του την ταυτότητα. Και το δράμα για την οικογένεια του Οιδίποδα δεν σταματάει εδώ: πολύ σωστά ο Σοφοκλής αναφέρει στην τραγωδία του «Αντιγόνη» ότι ο ένας φόνος θα φέρει τον άλλον μέχρι που οι θεοί να καταστρέψουν ολόκληρη την οικογένεια.
Μπορεί πολλοί από εσάς να αναρωτιέστε ήδη τι μπορεί να διδάξει ο μύθος, παρά το να κλειστεί κάποιος στο σπίτι του προσπαθώντας να μείνει αδρανής. Στις Βάκχες του Ευριπίδη διαβάζουμε ότι το καλύτερο που έχετε να κάνετε είναι να «διατηρείτε το μέτρο και προσφέρετε δεήσεις, προσευχές και τιμές στους θεούς. Αυτή είναι και η καλύτερη θέση που μπορούν να υιοθετήσουν οι θνητοί.» Ενδεχομένως αυτή η συμβουλή να είναι συνετή, αλλά γίνεται να την ακολουθήσει κάποιος; Πώς μπορεί να γνωρίζει κάποιος τι είναι μέτρο, αν και εφόσον είμαστε θνητοί συνήθως διαπράττουμε σφάλματα;
 "Πώς μπορεί κάποιος να γνωρίζει τη βούληση των θεών αν τα μηνύματα που στέλνουν είναι αμφιλεγόμενα, αν οι θεοί δεν εμφανίζονται ποτέ και ακόμα και αν εμφανιστούν ανάμεσά μας μπορεί να μην είναι και η πιο σωστή κίνηση είτε να τους μιλήσουμε είτε να τους κοιτάξουμε; (δες την ιστορία του Ακταίονα).
Γιατί λοιπόν οι θεοί δεν βοηθούν τους ανθρώπους να απελευθερωθούν από την άγνοιά τους; Ίσως αυτό συμβαίνει γιατί αυτό που ονομάζουμε θεοί δεν υπάρχουν για αυτό το λόγο. Γιατί μπορεί ο Δίας και όλη του η οικογένεια ή οι αντίστοιχοι θεοί που έχουν τη δύναμη να μη δημιούργησαν αυτή την ανθρωπότητα. Πολύ απλά την κληρονόμησαν όπως και οι προκάτοχοί τους. Σε καμία περίπτωση αυτοί οι θεοί δεν έσκυψαν με αγάπη ή ανάλογα συναισθήματα πάνω από αυτή την ανθρωπότητα, δες το μύθο του Προμηθέα και της Πανδώρας.”
Οι μύθοι λοιπόν, ένας συνδυασμός ρεαλιστικότητας και φαντασίας είναι ένας τρόπος όπου επιβεβαιώνει ότι ο κόσμος αυτός δεν είναι δίκαιος, ακόμα και αν κάποιος έχει δίκιο (βλέπε την περίπτωση της Αντιγόνης) και ότι η ίδια η ζωή δεν είναι καθόλου εύκολη και εξαιρετικά μίζερη για τους θνητούς. Μία εξαιρετική σκηνή από τον Όμηρο που δείχνει στον αναγνώστη ότι σε ύστατες στιγμές πόνου και δυστυχίας κανένας ήρωας δεν στρέφει τη σκέψη του προς τους θεούς του είναι όταν ο βασιλιάς της Τροίας, Πρίαμος πηγαίνει σαν ικέτης στον Αχιλλέα για να ζητήσει το νεκρό σώμα του γιου του, Έκτορα για ταφή. Εκεί ο Αχιλλέας αφηγείται μία ιστορία στον Πρίαμο, για δύο πιθάρια που έχει ο Δίας. Το ένα πιθάρι είναι γεμάτο καλά πράγματα και το άλλο αντίθετα γεμάτο με κακό.
Ο Δίας έχει την ικανότητα να δώσει τους ανθρώπους λίγο από το ένα και λίγο από το άλλο περιεχόμενο ή μόνο κακό. Το ίδιο το κείμενο επιβεβαιώνει ότι η απόλυτη ευτυχία δεν είναι προνόμιο των θνητών. Και εκείνη τη στιγμή που κανένας θεός δεν μπορεί να συμπάσχει μαζί με έναν θνητό για τις δυστυχίες του, είναι ο Αχιλλέας που παρηγορεί τον Πρίαμο όταν εκείνος του φιλάει τα χέρια που σκότωσαν πολλούς από τους γιους του. Ακόμα και στο τέλος του Οιδίποδα μετά την τύφλωσή του ζητάει τις κόρες του να τον συνοδεύσουν.
Ακόμα και στην περίπτωση που οι θεοί συγκινηθούν για το χαμό κάποιου θνητού, οπως στην περίπτωση του Δία που έχυσε δάκρυα αίματος για τον επικείμενο θάνατο του γιου του Σαρπηδόνα, ο τελευταίος δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί ότι αυτό γίνεται προς τιμήν του.
Ένα από τα πράγματα, λοιπόν που ο αρχαίος Ελληνικός μύθος διδάσκει είναι η υπευθυνότητα που πρέπει να έχει κάποιος απέναντι στον εαυτό του για αυτό και πρόκειται για ένα σύστημα που απευθύνεται σε όχι μικρούς ανθρώπους, ένα σύστημα που θα σε φορτώσει με πολύ περισσότερες υποχρεώσεις, παρά τιμές. Είναι ένας δρόμος που στο βάθος του δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να ενθαρρύνει τους ήρωες να αμφισβητούν τους θεούς γιατί η ίδια αυτή η πράξη τούς βοηθήσει να ορίσουν και κατανοήσουν τα ανθρώπινα όριά τους.
Είναι ξεκάθαρο ότι παρά τις εμφανείς διαφορές του τότε και του σήμερα αυτές οι ίδιες ιστορίες αποτελούν έναν αρκετά καλό οδηγό και σύμβουλο αρκεί να μην περιμένετε να έρθετε σε επαφή με αυτές μέσω του κινηματογράφου, αλλά διαβάζοντας αυτές αυτούσιες. Είναι πολύ καλύτερο βάζετε εσείς οι ίδιοι τα όρια της δράσης σας ακόμα και αν αυτά είναι κάποιες φορές πεπερασμένα από να σας τα βάζουν κάποιοι συνεχώς δογματικά και αυθαίρετα.
Διάβασε τους μύθους με μάτια γεμάτα θαυμασμό καθώς οι μύθοι αποκαλύπτουν κοσμικά μηνύματα. Διάβασε τους μύθους χρησιμοποιώντας τον ενεστώτα χρόνο: η αιωνιότητα είναι το Τώρα. Διάβασε τους μύθους στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο: ο μύθος ζει ακόμα μέσα σου. Κάθε μύθος που έχει αξία εκπέμπει και σήμερα έναν μαγνητισμό. Παρατήρησε τις εικόνες και τις ιστορίες οι οποίες σε ελκύουν και εκείνες που σε απωθούν.
Ψάξε να βρεις για επαναλαμβανόμενα πρότυπα, αλλά μη χαθείς σε λεπτομέρειες. Σπάσε τους παρωχημένους τρόπους σκέψεις και άνοιξε τους ορίζοντές σου: η μυθολογία βρίσκεται παντού και αναπαράγεται παντού δρώντας σαν ένας συνεκτικός κρίκος συνεργειακά και τελετουργικά. Να θυμάσαι ότι οι μύθοι είναι δημόσια όνειρα και τα όνειρα προσωπικοί μύθοι.
Read More 0 comments

Σάββατο 8 Ιουνίου 2024

Πέρα από το δέος και το θάμβος που προκαλεί το θείον, η Ελληνική θρησκεία εμφανίζεται ως μία ευρύτατη συμβολική κατασκευή, σύνθετη αλλά με συνοχή, που επιτρέπει στη σκέψη, όπως και στο συναίσθημα, να εκδηλώνεται σε όλα τα επίπεδά της, περιλαμβανομένης της λατρείας. Ο μύθος παίζει κι αυτός τον ρόλο του σ’ αυτό το σύνολο, όπως και οι τελετουργικές πρακτικές και οι μορφές με τις οποίες εικονίζεται το θείον.


  1. >Μύθος,
  2. >Τελετουργία,
  3. >Εικαστική αναπαράσταση,
…αυτοί είναι οι τρεις τρόποι – λόγος, δράση, εικόνα – μέσω των οποίων δηλώνεται η θρησκευτική εμπειρία των Ελλήνων.
Κάθε Πάνθεον, όπως το Ελληνικό Πάνθεον, προϋποθέτει ένα πλήθος θεοτήτων, κάθε θεότητα έχει το δικό της ρόλο, το δικό της πεδίο, τους ιδιαίτερους τρόπους δράσης της, τη δική της μορφή εξουσίας. Οι θεότητες αυτές, οι οποίες στις μεταξύ τους σχέσεις συγκροτούν μια ιεραρχημένη κοινωνία Θεών, όπου οι ιδιότητες και τα προνόμια αποτελούν αντικείμενο μιας αρκετά αυστηρής κατανομής, αναγκαστικά περιορίζουν η μία την άλλη, ενώ ταυτόχρονα αλληλοσυμπληρώνονται. Το θείον στον Πολυθεϊσμό δεν συνεπάγεται τη μοναδικότητα, αλλά ούτε την και την παντοδυναμία, την παντογνωσία, την αιωνιότητα ή το απόλυτο. Το πλήθος αυτό των θεών βρίσκεται εντός του κόσμου, αποτελεί μέρος του.
   Οι θεοί δεν δημιούργησαν τον κόσμο με μια πράξη η οποία, στην περίπτωση του ενός και μοναδικού    θεού, δηλώνει την απόλυτη υπερβατικότητά του ως προς ένα έργο του οποίου η ύπαρξη εκπορεύεται    ολοκληρωτικά από  αυτόν. 
     Οι θεοί γεννιούνται από τον κόσμο. Το γένος εκείνων στους οποίους οι Έλληνες αφιερώνουν μια λατρεία, τη  λατρεία των Ολύμπιων θεών, εμφανίζεται ταυτόχρονα με το σύμπαν. Καθώς διαφοροποιείται και ταξινομείται παίρνει την τελειωμένη μορφή του οργανωμένου κόσμου.
Υπάρχει, επομένως, μέρος του θείου στον κόσμο, όπως υπάρχει μέρος του κοσμικού στις θεότητες. Με τον τρόπο αυτό η λατρεία δεν θα μπορούσε να αναφέρεται σε ένα ον ριζικά υπερκόσμιο, του οποίου ο τρόπος ύπαρξης δεν θα είχε τίποτα κοινό με οτιδήποτε ανήκει στη φυσική τάξη, στο φυσικό σύμπαν, στην ανθρώπινη ζωή, στην κοινωνική ύπαρξη. Αντίθετα, η (πολυθεϊστική) λατρεία μπορεί να απευθύνεται σε κάποια άστρα, όπως η Σελήνη, ή στην Αυγή, στο φως του Ήλιου, στη Νύχτα, σε μια πηγή, σε ένα ποτάμι, σε ένα δένδρο, στην κορφή ενός βουνού, όπως και σε ένα συναίσθημα, ένα πάθος (Αιδώς, Έρως), σε μια ηθική ή νομική έννοια (Δίκη, Ευνομία). Όχι ότι πρόκειται κάθε φορά για θεότητες στην κυριολεξία, αλλά όλες, στον χώρο που τους ανήκει, δηλώνουν το θείον με τον ίδιο τρόπο που παριστάνει την θεότητα το λατρευτικό είδωλο.
Με την παρουσία του σε έναν κόσμο πλήρη θεών, ο Έλληνας άνθρωπος δεν διακρίνει ως δύο αντίθετους χώρους το φυσικό και το υπερφυσικό. Και τα δύο παραμένουν άρρηκτα συνδεδεμένα. Μπροστά σε κάποια φαινόμενα του κόσμου βιώνει το ίδιο αίσθημα ιερότητας που δοκιμάζει στη συναλλαγή του με τους Θεούς, κατά τις τελετές που τον φέρνουν σε επαφή μαζί τους.
Δεν πρόκειται για μια θρησκεία της φύσης, οι θεοί των Ελλήνων δεν αποτελούσαν προσωποποιήσεις φυσικών δυνάμεων ή φαινομένων. Είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Ο κεραυνός, η καταιγίδα, οι υψηλές κορυφές δεν είναι ο Δίας, αλλά του Διός. Του Διός που είναι πέραν αυτών, εφόσον τα περικλείει όλα στους κόλπους μιας Δύναμης που αγγίζει πραγματικότητες, όχι πλέον φυσικές, αλλά ψυχολογικές, ηθικές ή θεσμικές.
   Αυτό που κάνει μια Δύναμη θεότητα είναι το γεγονός ότι συγκεντρώνει υπό την εξουσία της μια πληθώρα    «εκδηλώσεων», εντελώς διακριτών για μας, τις οποίες όμως ο Έλληνας οικειοποιείται διότι βλέπει σε αυτές την  έκφραση μιας και μόνης εξουσίας που ασκείται στα πιο διαφορετικά πεδία. Αν ο κεραυνός ή υψηλές κορυφές είναι  του Διός, αυτό συμβαίνει διότι ο Θεός εκδηλώνεται στο σύνολο του σύμπαντος κόσμου με όλα εκείνα τα στοιχεία  που φέρουν την σφραγίδα μιας εμφανούς ανωτερότητας, μιας υπεροχής.
   Ο Δίας δεν είναι φυσική δύναμη. Είναι άρχων κυρίαρχος, κάτοχος εξουσίας με όλες τις μορφές που αυτή μπορεί να  λάβει. 
 Ο πολυθεϊσμός των Ελλήνων δεν στηρίζεται σε κάποια «θεϊκή αποκάλυψη».
Η προσκόλληση στη θρησκευτική παράδοση στηρίζεται στη χρήση (στα προγονικά ανθρώπινα έθιμα, τους νόμους). Όπως η γλώσσα, ο τρόπος ζωής, τα έθιμα του φαγητού και της ένδυσης, η στάση και η συμπεριφορά των ανθρώπων στις ιδιωτικές και δημόσιες συναναστροφές τους, έτσι κι η λατρεία δεν έχει ανάγκη άλλη αιτιολόγηση από την ύπαρξή της. Από την στιγμή που οι άνθρωποι την ασκούν, είναι ήδη αιτιολογημένη. Εκφράζει τον τρόπο με τον οποίο οι Έλληνες κατάφεραν εξαρχής να οργανώσουν τη σχέση τους με το θείον. Το να αποκλίνουν από αυτό θα σήμαινε αυτομάτως ότι παύουν ξαφνικά να είναι ο εαυτός τους.
Ανάμεσα στο θρησκευτικό από τη μία και το κοινωνικο-ιδιωτικό και πολιτικό από την άλλη, δεν υπάρχει, επομένως, αντίθεση ή ξεκάθαρη τομή, όπως επίσης δεν υπάρχει ανάμεσα σε υπερφυσικό και φυσικό, θεϊκό και κοσμικό. Η Ελληνική θρησκεία δεν συνιστά ένα τμήμα ξεχωριστό, κλεισμένο στα όριά του, το οποίο θα ερχόταν να επιβληθεί πάνω στην οικογενειακή, επαγγελματική, πολιτική ζωή ή πάνω στον ελεύθερο χρόνο των ανθρώπων, δίχως να συγχέεται με αυτά.
Αν έχουμε το δικαίωμα να μιλάμε, όσον αφορά την αρχαϊκή και κλασσική Ελλάδα, για «θρησκεία της πόλεως», είναι διότι σε αυτήν το θρησκευτικό περιλαμβάνεται μέσα στο κοινωνικό και, αντίστοιχα, το κοινωνικό, σε όλα τα επίπεδα και στην ποικιλία των εκφάνσεών του, διαποτίζεται από το θρησκευτικό.
Από τα παραπάνω προκύπτουν δύο συνέπειες. Σε αυτόν τον τύπο θρησκείας το άτομο ως άτομο δεν κατέχει κεντρική θέση. Δεν μετέχει στη λατρεία ως πρόσωπο, ως ένα ιδιαίτερο ον υπεύθυνο για τη σωτηρία της ψυχής του. Αναλαμβάνει τον ρόλο που του αναθέτει η κοινωνική του υπόσταση, άρχων, πολίτης, μέλος της φατρίας, γυναίκα ηλικιωμένη, νεαρό άτομο (αγόρι ή κορίτσι) στα διάφορα στάδια της ένταξής του στην ωριμότητα. Θρησκεία που καθιερώνει μια συλλογική τάξη και η οποία ενσωματώνει σε αυτήν, στη θέση που τους αρμόζει, τα διάφορα συστατικά της στοιχεία.
Θρησκεία όμως που αφήνει εκτός πεδίου της την μέριμνα για τον καθένα ξεχωριστά ως πρόσωπο, την πιθανή αθανασία του, την μοίρα του πέραν του θανάτου. Ακόμα και στα μυστήρια, όπως για παράδειγμα στα Ελευσίνια μυστήρια, όπου οι μυημένοι λαμβάνουν από κοινού την υπόσχεση για μια καλύτερη τύχη στον Άδη, δεν ασχολούνται με την ψυχή, δεν υπάρχει τίποτα που να φανερώνει έναν προβληματισμό γύρω από τη φύση της ψυχής ή μια σειρά πνευματικών ασκήσεων για τον εξαγνισμό της.
Ο πιστός δεν συνάπτει, επομένως, μια προσωπική σχέση με την θεότητα. Ένας θεός υπερβατικός, ακριβώς επειδή βρίσκεται εκτός του κόσμου τούτου, μακριά από την επίγεια ζωή, μπορεί να βρει στα βάθη της ψυχής κάθε πιστού, αν η ψυχή του έχει κατάλληλα προετοιμαστεί από την θρησκεία, έναν χώρο πρόσφορο για επαφή και επικοινωνία. Οι θεοί των Ελλήνων δεν είναι πρόσωπα αλλά Δυνάμεις.
Η λατρεία τους αποδίδει τιμές επειδή ακριβώς κατέχουν μια θέση υπεροχής. Αν και ανήκουν στον ίδιο κόσμο με τους θνητούς, αν κι έχουν κατά κάποιον τρόπο κοινή την καταγωγή τους, αποτελούν ένα γένος που, απαλλαγμένο από όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά που συνοδεύουν τα θνητά όντα -αδυναμία, μόχθους, πάθη, αρρώστιες, θάνατο-, δεν ενσαρκώνει το απόλυτο ούτε το αιώνιο, αλλά το σύνολο των αξιών που αποτελούν τα αγαθά της ύπαρξής μας πάνω σ’ αυτήν την γη, την ομορφιά, τη δύναμη, την αιώνια νεότητα, μια ζωή γεμάτη δόξα και λαμπρότητα.
Το να λέει κανείς ότι η σφαίρα του πολιτικού είναι διαποτισμένη από το θρησκευτικό στοιχείο, ισοδυναμεί με το να αναγνωρίζει ταυτόχρονα ότι και η σφαίρα του θρησκευτικού είναι συνδεδεμένη με το πολιτικό στοιχείο. Κάθε αξίωμα έχει έναν χαρακτήρα ιερό, αλλά και κάθε ιερατικό αξίωμα προέρχεται από την κοσμική εξουσία.
Αν οι θεοί είναι θεοί της πόλεως, εντούτοις είναι η συνέλευση του λαού που έχει τον πρώτο λόγο στη διοίκηση των Ιερών, των υποθέσεων δηλαδή που αφορούν τους θεούς, όπως και τη διοίκηση των ανθρώπων. Αυτή είναι που καθορίζει το θρησκευτικό ημερολόγιο, που εκδίδει νόμους οι οποίοι ρυθμίζουν τα Ιερά, που αποφασίζει για την διοργάνωση των εορτών, για τη διοίκηση των Ναών, για την προσφορά των θυσιών, για την ένταξη νέων θεών, καθώς και για τις τιμές που πρέπει να τους αποδοθούν.

Ακόμα και κατά τον 6ο και 5ο αιώνα π.Κ.Ε όταν η επίσημη λατρεία κυριαρχεί στο σύνολο της θρησκευτικής ζωής των πόλεων, δεν απουσιάζουν από κοντά της, στις παρυφές της, τάσεις λίγο ως πολύ περιθωριακές με προσανατολισμό διαφορετικό. Η ίδια η θρησκεία της πόλεως, αν και υπαγορεύει τις θρησκευτικές συμπεριφορές, δεν μπορεί να διασφαλίσει πλήρως την κυριαρχία της παρά παραχωρώντας, μέσα στους κόλπους της, έναν χώρο στις μυστηριακές λατρείες και ενσωματώνοντας, για να συμπεριλάβει και αυτήν, μια θρησκευτική εμπειρία όπως είναι η διονυσιακή λατρεία, της οποίας το πνεύμα είναι τελείως αντίθετο από το δικό της. 

Read More 0 comments