Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

Όταν μια χώρα σέρνει σε δίκη για προδοσία τον αρχιστράτηγό της και έναν από τους σημαντικότερους πολέμαρχούς της, που αφιέρωσαν τη ζωή τους για την Ελευθερία, τότε αυτή η χώρα θα πρέπει να ντρέπεται.

Την ημέρα που ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Πλαπούτας κάθισαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου οι ρακένδυτοι Έλληνες έσκυψαν το κεφάλι από ντροπή. Και ας μην έφταιγαν αυτοί. Ήταν 16 Απριλίου 1834 όταν ξεκίνησε αυτή η κατάπτυστη δίκη.

Ο ανήλικος Όθωνας και η αντιβασιλεία φρόντισαν, ώστε, η καταδίκη των αγωνιστών να είναι σίγουρη. Ο υπουργός Δικαιοσύνης Σχινάς και ο εισαγγελέας ο Εδουάρδος Μάσσον, ένας ανθέλληνας από τη Σκωτία, όρισαν στην έδρα δικαστές που βρίσκονταν στο αντίπαλο στρατόπεδο από τους αγωνιστές.

Πρόεδρος: Πολυζωίδης. Μέλη: Τερτσέτης, Σούτσος, Φραγκούλης, Βούλγαρης και βέβαια εισαγγελέας, ο ορκισμένος εχθρός του Γέρου, ο Μάσσον για να είναι ακόμα πιο σίγουρο το αποτέλεσμα. Το κατηγορητήριο αναφερόταν σε «συνωμοσία επί σκοπώ να ταράξουν την κοινήν ησυχία, και  καταφέρουν τους υπηκόους της Α.Μ. εις ληστείαν και εμφύλιον πόλεμον, υπογράψουν αναφορά σε ξένη δύναμη και καταργήσουν το καθεστώς πολίτευμα…».

Η δίκη ξεκίνησε αλλά από την πρώτη κιόλας συνεδρίαση φάνηκε το προφανές. Οι κατήγοροι δεν είχαν καμία απολύτως απόδειξη για αυτά που κατηγορούσαν τους αγωνιστές. Μοναδικό «όπλο» τους οι ψευδομάρτυρες, όμως, και αυτοί δεν ήταν καλά προετοιμασμένοι και έπεφταν διαρκώς σε αντιφάσεις που εκνεύριζαν τους πάντες. Όσο η δίκη συνεχίζεται τόσο πιο καθαρά φαίνεται η δολοπλοκία προκειμένου Κολοκοτρώνης, Πλαπούτας και άλλοι αγωνιστές της Επανάστασης του 1821 να καταλήξουν στην γκιλοτίνα.

Η συγκλονιστική απολογία του Κολοκοτρώνη

Ίσως η πιο συγκλονιστική στιγμή εκείνης της δίκης, ήταν η απολογία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Δικαζόταν ο άνθρωπος που ήταν η Ελλάδα και τα λόγια του ήταν βαριά. Το κοινό μέσα στην αίθουσα ίσα – ίσα που ανέπνεε. Ο Γέρος του Μοριά δε φοβήθηκε ούτε στιγμή μπροστά στους δικαστές του. Τα όσα ειπώθηκαν υπάρχουν στα αρχεία του Γενικού Επιτελείου Στρατού και από εκεί τα μετέφερε στο βιβλίο του, ο ταξίαρχος Γεώργιος Καραμπατσόλης «Η δίκη των στρατηγών Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημητρίου Πλαπούτα», απ' όπου αντλήθηκε το παρακάτω απόσπασμα.

-Πρόεδρος: Ορκίζομαι να είπω την αλήθεια και μόνη την αλήθεια εις ό,τι ερωτηθώ.
-Ορκίζομαι. (Κάθονται όλοι στις θέσεις τους).
-Πώς ονομάζεσαι;
-Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
-Από πού κατάγεσαι;
-Από το Λιμποβίσι της Καρύταινας.
-Πόσων ετών είσαι;
-Εξήντα τέσσερων.
-Τι επάγγελμα κάνεις;
-Στρατιωτικός. Στρατιώτης ήμουνα. Κράταγα επί 49 χρόνια στο χέρι το ντουφέκι και πολεμούσα νύχτα μέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιμήθηκα μια ζωή. Είδα τους συγγενείς μου να πεθαίνουν, τ΄ αδέρφια μου να τυραννιούνται και τα παιδιά μου να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω.
-Τι απολογείσαι για την κατηγορία που σου αποδίδεται;
-Τον απερασμένο Ιούλη διάηκα στην Τριπολιτσά για να στεφανώσω εν’ αντρόγενο. Από κεί τράβηξα, μαζί με τη νύφη μου, για το μοναστήρι της Άγια-Μονής. Την παραμονή της Παναγιάς ήρθε κι ο Ρώμας στην Καρύταινα όπου καθίσαμε κάνα δυο μέρες. Έπειτα ο Ρώμας έφυγε κι εγώ γύρισα στην Τριπολιτσά στις 18 τ’ Αυγούστου.
-Είχες προηγουμένως άλλες συναντήσεις με το Ρώμα;
-Δεν είχα πριν καμία συνάντηση μαζί του. Τον αντάμωσα για πρώτη φορά στην Τριπολιτσά. Μακριές ομιλίες δεν είχαμε. Τρώγαμε όμως μαζί.
-Και τι λέγατε;
-Τα συνηθισμένα όπου λένε οι άνθρωποι όταν τρώνε αντάμα ψωμί.
-Δεν είχες την περιέργεια να ρωτήσεις τον Ρώμα για τα όσα διέδιδε περί Αντιβασιλείας;
-Καμία περιέργεια δεν έβαλα στο νου μου.
-Τον άλλον καιρό τι έκανες στην Τριπολιτσά;
-Πάγαινα στο παζάρι. Σύναζα τους χωριάτες και τους μίλαγα επειδής ήτανε ερεθισμένοι από κείνους τους διαβόλους τα νόμιστρα. Τους έλεγα: «Βρε τσομπάνηδες, τι πλερώνατε τον καιρό της τουρκιάς και τι πλερώνετε τώρα; Δεν πλερώνετε τώρα λιγότερα απ’ τον καιρό της τουρκιάς;». Και τους τ’ απόδειχνα με παραδείγματα.
-Τον πρίγκιπα Μπρέντ τον γνωρίζεις;
-Ναι, τον γνωρίζω. Ήρθε μάλιστα στην Τριπολιτσά για να δη το Ρώμα. Σα μπατζανάκης του που είναι.
-Τι παράγγειλες μ’ αυτόν στο γιο σου το Γενναίο στ΄ Ανάπλι;
-Τίποτα. Ούτε είχα και τίποτα να του παραγγείλω.
-Ποιοι άλλοι ήταν τότε στην Τριπολιτσά;
-Ο Νικηταράς και Πλαπούτας που είχανε έρθει απ’ τα χωριά τους.
-Τι άκουσες περί μιας αναφοράς εναντίον της Αντιβασιλείας και των Βαυαρών;
-Δεν άκουσα τίποτα ούτε και μου μίλησε ποτέ κανείς για καμία τέτοια ανα-φορά.
-Δεν άκουσες τίποτα;
-Όχι.
-Γνωρίζεις τους ληστές Κοντοβουνήσιο, Μπαλκανά και Καπογιάννη;
-Τον Κοντοβουνήσιο τον γνωρίζω απ’ τον εμφύλιο πόλεμο. Ο Μπαλκανάς ήτανε γουρνοβοσκός. Τον κατάτρεχα. Δυο φορές μου ‘φυγε απ’ τα σίδερα. Τον Καπογιάννη δεν τον γνωρίζω.
-Τον γραμματικό του Κοντοβουνίσιου, Χρήστο Νικολάου, τον ξέρεις;
-Ναι. Είν’ ένα ξόανο παιδαρέλι.
-Τον Αλωνιστιώτη τον γνωρίζεις;
-Τον γνωρίζω, είναι μάλιστα και συγγενής μου.
-Ήξερες πως θα πήγαινε στη Λιβαδειά;
-Όχι, δεν το ήξερα. Απ’ τον κόσμο το άκουσα πως πήγε.
-Δεν τον είχες δει προηγουμένως;
-Όχι.
-(Δείχνοντάς το). Είναι αληθινό αυτό το γράμμα του Υπουργού των Εξωτερικών της Ρωσίας προς εσένα;
-Ναι, είναι.
-Πώς πήρε αφορμή να σου γράψει ο Ρώσος υπουργός;
-Ήταν απάντηση σ’ ένα δικό μου γράμμα. Πήρ’ αφορμή για να του γράψω από τούτο δω το περιστατικό: Άμα ήρθε ο Βασιλιάς μας, ο πρεσβευτής της Ρωσίας Ρούκμαν άφησε ένα γράμμα του στο περιβόλι μου συστήνοντάς με στους Ρώσους καπετάνιους του Αιγαίου. Γι’ αυτό έκαμα κι εγώ ένα ίδιο γράμμα συστήνοντας αυτόν και το ναύαρχό τους Ρίκορντ σε δικούς μας. Δε μου πέρασε η ιδέα πως αυτό βλάφτει είτε είν’ εμποδισμένο. Τόκαμα από λεπτότητα.
-Τι άλλο έγραφες σ’ αυτό το γράμμα;
-Τίποτις άλλο απ’ τη σύσταση. Όσο για το γράμμα που έλαβα έλεγε ν’ αγαπούμε το βασιλιά μας και τη θρησκεία μας. Άλλο δε θυμούμαι. Σ’ αυτό φαίνεται τι μου γράφει ο Ρώσος υπουργός, φανερώνοντας έτσι με ποιο πνεύμα τούγραψα κι εγώ
-Πότε έφυγες για τελευταία φορά από δω;
-Δε θυμάμαι καλά. Θαρρώ στις αρχές του Ιούλη. Ήτανε η πρώτη φορά που ‘φυγα από όταν ήρθε ο βασιλιάς.
-Και γιατί έφυγες;
-Η αιτία όπου μ’ έκανε ν’ αφήσω την εδώ ήσυχη ζωή μου είναι, πρώτο γιατί εγώ είμαι βουνίσιος και με πειράζει η ζέστη, δεύτερο για να στεφανώσω ένα αντρόγενο και τρίτο γιατί μούγραψε ο γιος μου ο Γενναίος μην αρρωστήσω και γι’ αυτό καθόμουνα στην Τριπολιτσά για τον καθαρό αέρα.
-Και σ’ όσους ερχόντουσαν να σε ιδούν τι τους έλεγες;
-Τους συμβούλευα, καθώς έκανα και στην Άγια-Μονή, όπου έβαλα λόγο γι’ αυτό.
-Έχεις άλλο τίποτα να πεις για όσα σε κατηγορούν;
-Τούτω δω μονάχα. Μετά το φόνο του Κυβερνήτη η Πατρίδα ήτανε χωρισμένη στα δύο. Εγώ άμα έμαθα το διορισμό του Βασιλιά, έκαμα τη σημαία του και σύναξα κι όλους τους φίλους μου και κάμαμε μιαν αναφορά στη Βαυαρία φανερώνοντας την αφοσίωσή μας. Όταν ήρθ’ ο Βασιλιάς σκόρπισα τους ανθρώπους μου κι ησύχασα.
-Τότε, γιατί αντενέργησες στο βασιλιά σου και στην Αντιβασιλεία;
-Εγώ ν’ αντενεργήσω; Μα δε ξέρετε λοιπόν κι εσείς οι ίδιοι κι όλοι οι Έλληνες πόσο πάσκισα στον καιρό του σηκωμού ν’ αποχτήσει το έθνος κεφαλή και να μου λείψουν οι φροντίδες; Άμα ο Θεός μου ‘δωσε Βασιλέα, εγώ είπα σ’ όλους τους φίλους μου: ''Τώρα είμ’ ευτυχισμένος. Θα κρεμάσω την κάπα μου στον κρεμανταλά και θα πλαγιάσω στην καλύβα μου ν’ αποθάνω ήσυχος κι ευχαριστημένος''.

Η «Δίκη των Δικαστών»

Την ημέρα της απόφασης, 26 Μαΐου 1834, Σούτσος, Φραγκούλης, Βούλγαρης υπογράφουν την υπαγορευμένη καταδικαστική απόφαση δίχως δισταγμό. Πολυζωίδης και Τερτσέτης, ωστόσο, παρά τις απειλές που δέχονται δε λυγίζουν. Δεν υπογράφουν. «Με τέτοια χαλκευμένα αποδεικτικά στοιχεία, ούτε δύο γάτοι δεν καταδικάζονται σε θάνατο» λέει ο Τερτσέτης. «Εν ονόματι του βασιλέως σας διατάσσω να υπογράψετε την απόφαση», φωνάζει ο υπουργός Δικαιοσύνης. «Προτιμώ να μου κόψετε το χέρι», απαντά ο Πολυζωίδης. «Δε θα με έχετε συνεργό στον φόνο δύο αθώων ανθρώπων», λέει ψύχραιμα ο Τερτσέτης. Η ηρωική στάση των δύο δικαστών «στόμωσε το λεπίδι του δημίου».

Οι φήμες για πυροδότηση λαϊκής εξέγερσης, θορύβησε τους Βαυαρούς και τους υποχρέωσε να μετατρέψουν την ποινή σε κάθειρξη με έκδοση βασιλικής χάρης. Οι καταδικασθέντες οδηγήθηκαν στις φυλακές για να την εκτίσουν. Είναι χαρακτηριστική η απορία του Κολοκοτρώνη που παραξενεύτηκε βλέποντας ότι αντί για το ικρίωμα, τους οδηγούσαν στη φυλακή: «Γιατί μας πάτε στο κάτεργο;» ρώτησε, «δε θα μας πάρουν τα κεφάλια μας;». Αυτοί, ωστόσο, που έστησαν τη δίκη των δυο πολέμαρχων δε θα άφηναν αυτή την ντροπή δίχως απάντηση. Οι σκευωροί στέλνουν Πολυζωίδη και Τερτσέτη σε δίκη «κατηγορών αυτούς ως ενόχους της αρνήσεως υπηρεσίας και της με σκοπόν ιδιοτελή βλάβην του κράτους παραβάσεως της εχεμύθειας περί την ψηφοφορίαν του δικαστηρίου» αλλά και ότι είχαν εξαγοραστεί «από τον χρυσόν της κολοκοτρωνικής φάρας». Η δίκη των Πολυζωίδη και Τερτσέτη έγινε στο Ναύπλιο τον Σεπτέμβριο του 1834. Επίτροπος - Εισαγγελέας ήταν – ποιος άλλος; - ο «φιλέλληνας» Μάσσον.

Η δίκη των δικαστών άργησε να ξεκινήσει γιατί δεν έβρισκαν δικαστές πρόθυμους να δικάσουν τους δυο που είχαν σηκώσει στους ώμους τους την περηφάνια ενός ολόκληρου λαού. Προφανώς, και μετά από μια δίκη που ήταν εξίσου αισχρή και δίχως το παραμικρό στοιχείο όπως ακριβώς και η πρώτη, οι δυο κατηγορούμενοι δικαστές αθωώθηκαν πανηγυρικά. «Η εντολή ου φονεύσεις μ’ εφόβιζεν απαρηγόρητα, επειδή φόνος ασυγχώρητος είναι ο άδικος αποκεφαλισμός ανθρώπου» ανέφερε στην απολογία του ο Πολυζωίδης, της οποίας μόνο λίγα αποσπάσματα έχουν διασωθεί, γνωρίζουμε όμως ότι «έδειξεν ευγλωττίαν και ακρίβειαν λόγου άξιαν των αρχαίων ημερών της Ελλάδος».

Η απολογία του Γεωργίου Τερτσέτη, ωστόσο, αποτελεί παρακαταθήκη στον αγώνα για Ελευθερία και Δικαιοσύνη, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε οποιοδήποτε μέρος της Γης και έφθασε μέχρι τις μέρες μας.

«Ημείς Πατρίδα μας έχομεν το ανθρώπινο γένος [...] Αν ημείς εγκαλούμεθα από τον Επίτροπον, αν αυτός μας φοβερίζει φυλακισμόν, το αίτιον είναι η σφοδρή μας λατρεία προς την δικαιοσύνην, εις καιρούς τους οποίους κάλλιστα γνωρίζετε. Και η δικαιοσύνη δεν είναι προνόμιον, είναι ιδιοκτησία της ανθρωπότητος και αρμόζει λοιπόν να αναφέρωμεν ημείς σήμερον, ως εις βοήθειαν μας, το όνομα του ανθρώπινου γένους, αφού δια αυτό αγωνίσθημεν. Ποιός είσαι εσύ που παίζεις με ημάς εις την γην της γεννήσεως μας;… Ο Εθνισμός μας, ω Επίτροπε είναι θεμελιωμένος εις τα αίματα οκτακοσίων χιλιάδων Ελλήνων φονευμένων εις τον αγώνα και δεν ήταν θέλημα θεού ημείς, να φθάσωμεν εις τόσην αναισθησίαν, ώστε να εξαλείψει την λατρείαν του Εθνισμού από τα σπλάχνα μας η επωμίδα του Υπουργού».
Read More 0 comments

Τρίτη 23 Απριλίου 2024

«Όταν θέλω γίνομαι άγγελος, και όταν θέλω πάλε γίνομαι διάβολος» έλεγε ο αρχιστράτηγος της Ρούμελης, Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο οποίος πέθανε μια ημέρα σαν σήμερα, 23 Απριλίου. 

Έλληνας επαναστάτης ο οποίος αρχικά υπήρξε κλέφτης και μετέπειτα σπουδαίος αρματολός και στρατάρχης της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.




Ο αθυρόστομος γιος της καλογριάς

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γεννήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 1780 (η πιθανότερη εκδοχή) ή το 1782. Είδε το πρώτο φως της ημέρας μέσα σε μια σπηλιά κοντά στο χωριό Μαυρομμάτι Καρδίτσας.

Υπάρχουν, όμως, διάφορες εκδοχές και για αυτό. Η μία είναι ότι γεννήθηκε στη Σκουληκαριά Άρτας, ένα ορεινό χωριό. Στην πραγματικότητα η «κόντρα» για το πού γεννήθηκε, συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.

Οι πρώτοι του βιογράφοι έλεγαν πως γεννήθηκε στην Καρδίτσα. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και η επιτροπή που συστήθηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών το 1927.

Λογικά αυτή η κόντρα θα είχε τελειώσει αλλά το 1997 στο πλαίσιο του «Σχεδίου Καποδίστριας» για τη βελτιστοποίηση της λειτουργίας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δόθηκε το όνομα «Γεώργιος Καραϊσκάκης» στο νέο δήμο που υπάγεται μέχρι και σήμερα η Σκουληκαριά. Έτσι η «κόντρα» ξαναφούντωσε.

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, αυτή η «κόντρα» μικρή σημασία έχει, ειδικά από τη στιγμή που μιλάμε για έναν από τους σπουδαιότερους οπλαρχηγούς της Επανάστασης του 1821.

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ήταν καρπός του «παράνομου» έρωτα του αρματολού Δημήτρη Καραΐσκου και της μοναχής Ζωής Ντιμισκή, αδελφής του κλέφτη Κώστα Ντιμισκή και εξαδέλφης του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα.

Η μητέρα του πέθανε όταν εκείνος ήταν μόλις 8 ετών. Είχε αφήσει το μεγάλωμά του σε μια οικογένεια Σαρακατσάνων καθώς η ίδια δεν άντεχε την κατακραυγή του κόσμου για το ότι γέννησε ένα παιδί εκτός γάμου.

Εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο μεγάλωσε, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ήταν ένα σκληρό αν και φιλάσθενο παιδί. Αν και μικρός στην ηλικία φρόντιζε με κάθε ευκαιρία να δείχνει πως είναι από αυτούς που δε σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους.

Κάπως έτσι έφτασε μόλις στα 15 του χρόνια να σχηματίσει τη δική του κλέφτικη ομάδα η οποία απαρτιζόταν από παιδιά της ίδιας ηλικίας με εκείνον. Περίπου τρία χρόνια αργότερα, συνελήφθη από Τούρκους οι οποίοι τον οδήγησαν μπροστά στον Αλή Πασά. Εκεί, αντί να λυγίσει και να φοβηθεί, έδειξε το πόσο ατρόμητος, ατίθασος και βωμολόχος ήταν.

Ο Πασάς αντί να τον εκτελέσει διέταξε να τον κλείσουν φυλακή. Λίγο καιρό αργότερα τον τοποθέτησε στην προσωπική του φρουρά γιατί εκτίμησε το πόσο λεβέντης ήταν.

Λέγεται πως κάποια στιγμή ο Αλή Πασάς ρώτησε τον Γεώργιο Καραϊσκάκη τι θα ήθελε να του προσφέρει ως ανταπόδοση των υπηρεσιών του. Τότε ο «Γιος της Καλογριάς» του απάντησε με τρόπο αποστομωτικό: «Αν με γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με αφέντη, αν για δούλο, κάνε με δούλο, αν για τίποτα ρίξε με στη λίμνη»!

Μέχρι και σήμερα η περίοδος που ο Καραϊσκάκης ήταν δίπλα στον Αλή Πασά θεωρείται η πιο «σκοτεινή» στη ζωή του σπουδαίου οπλαρχηγού.

Η περίοδος αυτή τελείωσε το 1804, όταν ο Καραϊσκάκης προσχώρησε στην ομάδα του περίφημου κλέφτη Αντώνη Κατσαντώνη, που από πολλούς χαρακτηρίζεται ως ο πρόδρομος της Επανάστασης του 1821. Όταν ο Κατσαντώνης συνελήφθη και εκτελέστηκε, ο Καραϊσκάκης ανέλαβε την αρχηγία της ομάδας του μαζί με τον Λεπενιώτη.

Όταν η ομάδα αυτή διαλύθηκε, ο Καραϊσκάκης επέστρεψε στην Αυλή του Αλή Πασά, και γνώρισε την Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου, με την οποία απέκτησε δύο κόρες και έναν γιο, τον στρατιωτικό και πολιτικό Σπυρίδωνα Καραΐσκάκη.

Ο Καραϊσκάκης έφυγε και επέστρεψε (για τελευταία φορά) στην Αυλή του Πασά μια ακόμα φορά. Τον Ιανουάριο του 1821 συμμετείχε στη σύσκεψη της Λευκάδας, στην οποία αποφασίστηκε η προετοιμασία της εξέγερσης στη Στερεά Ελλάδα. Η ζωή του άλλαξε και αφιερώθηκε στη μεγάλη υπόθεση.

Με το ξέσπασμα της Επανάστασης ο Καραϊσκάκης συμμετέχει σε μάχες αλλά εμπλέκεται και σε μια καθοριστική διαμάχη με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Η κόντρα αυτή θα φανεί στη διάρκεια του πρώτου ελληνικού εμφυλίου όπου ο Καραϊσκάκης θα δικαστεί για... εσχάτη προδοσία!

Στον δεύτερο εμφύλιο (δυστυχώς για τον ίδιο) ο Καραϊσκάκης συμμετέχει στην ντροπιαστική επιδρομή και στο επακόλουθο πλιάτσικο στα Καλάβρυτα.

Τον Ιούλιο του 1826 διορίστηκε αρχιστράτηγος της Ρούμελης. Μερικές ημέρες μετά ξεκινάει μια εκστρατεία για να ανακουφίσει τους πολιορκημένους στην Ακρόπολη της Αθήνας και νικάει τους Τούρκους στο Χαϊδάρι.

Τον Νοέμβριο του 1826 τους νικάει και στη μάχη της Αράχωβας. Αυτή ήταν η μάχη που γιγάντωσε τον θρύλο του Καραϊσκάκη. Ήταν η χειρότερη ήττα για τους Τούρκους μετά από εκείνη στα Δερβανάκια!

Τούρκος ή Έλληνας σκότωσε τον Καραϊσκάκη;

Το μόνο που μπορεί να γίνει (και γίνεται) είναι διάφοροι ιστορικοί και όχι μόνο να προσπαθούν να ενώσουν όλα τα κομμάτια του «παζλ» και να φτάσουν σε κάποια λογικά συμπεράσματα.

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, αν και όποιος καταλήγει σε κάποιο συμπέρασμα αυτό πιθανότατα είναι αυθαίρετο, όσα επιχειρήματα και αν προβάλει. Μόνο ένας άνθρωπος ήξερε αν αυτός που πυροβόλησε και σκότωσε τον Γεώργιο Καραϊσκάκη ήταν Έλληνας ή Τούρκος και δυστυχώς αυτός ο άνθρωπος πέθανε πριν προλάβει να αποκαλύψει την ταυτότητα του δράστη.

Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης!

Μετά την περίλαμπρη νίκη στην Αράχωβα, ο Καραϊσκάκης επέστρεψε στην Αθήνα για να συνεχίσει αυτό που άφησε στη μέση. Πολιορκεί τους πολιορκητές της Ακρόπολης και νικά τους Τούρκους στο Κερατσίνι και στο μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα.

Τον Απρίλιο του 1827, ο Καραϊσκάκης και οι άνδρες του στρατοπεδεύουν στο Φάληρο και προετοιμάζονται για μια ακόμα μεγάλη μάχη κατά του Κιουταχή. Το γενικό πρόσταγμα της επίθεσης το είχαν, σύμφωνα με απόφαση της Γ’ Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας, οι άγγλοι φιλέλληνες Ριχάρδος Τσορτς και ο Τόμας Κόχραν.

Ο Καραϊσκάκης ήταν κουρασμένος από τις διαδοχικές σκληρές μάχες και βαριά άρρωστος και παρά το γεγονός ότι διαφωνούσε με την απόφαση της Εθνοσυνέλευσης, δεν είχε τις δυνάμεις να διαφωνήσει έμπρακτα και αποφάσισε να αποσυρθεί στη σκηνή του και να ξεκουραστεί μέχρι να ξεκινήσει η επιχείρηση.

Στις 22 Απριλίου του 1827 και ενώ δεν υπήρχε ακόμα διαταγή για επίθεση κατά των δυνάμεων του Κιουταχή, μια ομάδα Ελλήνων αγωνιστών επιτέθηκε κατά των Τούρκων. Όταν ο Καραϊσκάκης ενημερώθηκε, βγήκε από τη σκηνή του, πήρε το άλογό του και πήγε στο σημείο της συμπλοκής προκειμένου να σταματήσει τη σύγκρουση πριν αυτή γενικευτεί. Τότε μια σφαίρα τον βρήκε στο υπογάστριο.

Ο Καραϊσκάκης έδωσε μάχη για να κρατηθεί στη ζωή αλλά άφησε την τελευταία του πνοή στις 4 το ξημέρωμα της 23ης Απριλίου 1827. Μια ημέρα σαν σήμερα, ανήμερα της ονομαστικής του εορτής.

Ο Καραϊσκάκης κατάλαβε ότι η πληγή του ήταν θανάσιμη. Κάλεσε αμέσως ιερέα, εξομολογήθηκε, μετάλαβε, ζήτησε συγχώρεση απ’ όλους τους παρόντες και ζήτησε να τον θάψουν στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου της Σαλαμίνας.

Ο Νικόλαος Κασομούλης, ένας από τους σημαντικότερους αγωνιστές αλλά και ιστορικός της Επανάστασης του 1821, έγραψε πως όταν ο Καραϊσκάκης ένιωσε πως η μοιραία στιγμή φτάνει, είπε τα τελευταία του λόγια τα οποία ήταν: «Γνωρίζω τον αίτιον, και αν ζήσω παίρνομεν όλοι το χάκι (σσ: εκδίκη­ση), ειδέ και πεθάνω, ας μου κλάσει τον πούτζον και αυτός».

Και τώρα το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου: Έλληνας ή Τούρκος σκότωσε τον Καραϊσκάκη; Λέγεται πως ο βαριά τραυματισμένος αρχιστράτηγος της Ρούμελης, φώναξε τους πολέμαρχους Χριστόδουλο Χατζηπέτρο και Γαρδικιώτη Γρίβα και τους είπε: «αύριον αν είμαι ζωντανός ακόμη, ελάτε να σας πω έναν μυστικόν».

Κανείς δεν ξέρει ποιο ήταν αυτό το μυστικό. Πολλοί λένε πως ο Καραϊσκάκης ήξερε ποιος τον πυροβόλησε, ότι ήταν Έλληνας και ήθελε να τον αποκαλύψει, απλά ήθελε να βεβαιωθεί πως θα παραμείνει ζωντανός.

«Από πολλά τώρα χρόνια με τραβούσε η καταπληχτική μορφή του Γιου της Καλογριάς. Πολλές φορές έλεγα ν’ αρχίσω να γράφω τη ζωή του και πάλι το ξαποφάσιζα. Οι πιότεροι δισταγμοί μου είχαν αιτία πως δεν μπορούσα να δώσω μια ξεκάθαρη απάντηση σε τούτο το πρόβλημα: ο Καραϊσκάκης σκοτώθηκε ή δολοφονήθηκε; Τώρα είμαι κι εγώ σίγουρος, όπως κι ο Βλαχογιάννης, πως το βόλι που του πήρε τη ζωή δε ρίχτηκε από τούρκικο, μ’ από δολοφονικό χέρι. Αυτή όμως η γνώμη μας δε φτάνει, βέβαια, στον αναγνώστη. Γι’ αυτό και θ’ ανιστορήσουμε, με κάθε λεπτομέρεια, το πώς χτυπήθηκε», έγραψε ο Δημήτρης Φωτιάδης στη μονογραφία του «Καραϊσκάκης» (εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος). 

«Ο Κόχραν κι ο Τσωρτς, μέσα στις λίγες ημέρες που βρί­σκονταν στον Πειραιά, κατάλαβαν πως ένας είχε τη δύναμη να αντιταχθεί στα σχέδιά τους, ο Καραϊσκάκης. Η εντολή που είχανε πάρει ήταν να πνιγεί η επανάσταση στη Στερεά, για να μπορέσει η Αγγλία να πετύχει το διπλωματικό της παιχνίδι, τον περιορισμό, δηλαδή, του απελευθερωτικού κινήματος του Μοριά, για να ‘χει το μικρό, αδύναμο και μισοανεξάρτητο ναυτικό κράτος που θα δημιουργούνταν κά­τω από τον έλεγχό της. (…) 

Ο Καραϊσκάκης έπεσε θύμα της εγγλέζικης πολιτικής στην Ελλάδα και εμπνευστές της σατανικιάς δολο­φονίας του στάθηκαν ο Κόχραν, ο Τσωρτς κι ο Μαυροκορδάτος», έγραψε ο Γιάννης Βλαχογιάννης στο βιβλίο του με τίτλο «Καραϊσκάκης» (εκδόσεις Μέρμηγκας).

Η συντριπτική πλειονότητα των πρωτογενών πηγών, μεταξύ των οποίων επίσης αυτόπτες, δέχεται ότι ο Καραϊσκάκης πυροβολήθηκε από Τούρκους. Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης γράφει ότι δύο Τούρκοι που βρίσκονταν στη μάντρα-οχύρωμα, αναγνώρισαν τον Καραϊσκάκη και τον πυροβόλησαν στην κοιλιά.

Με αυτή την εκτίμηση συμφώνησαν πολλοί αλλά το θέμα είναι πως η φορά της μοιραίας σφαίρας (από πάνω προς τα κάτω) ήταν διαφορετική και δεν θα μπορούσε να είχε προέλθει από εκεί.

Θεωρητικά ο άνθρωπος που σκότωσε τον Καραϊσκάκη ήταν σε υψηλότερο σημείο από τον ίδιο οπότε είτε συμμετείχε ενεργά στη μάχη και ήταν όρθιος πάνω στο άλογό του, είτε λειτουργούσε σαν... ελεύθερος σκοπευτής και βρισκόταν σκαρφαλωμένος σε κάποιο δέντρο.
Read More 0 comments